Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λειτουργία

  • 81 месса

    [μιέσσα] οοσ. θ. (εκκλ.) η θεία λειτουργία

    Русско-греческий новый словарь > месса

  • 82 обедня

    [αμπιέντνγια] ουσ. θ. (εκκλ.) λειτουργία

    Русско-греческий новый словарь > обедня

  • 83 функция

    [φούνκτσυγια] ουσ. θ. λειτουργία, (μαθ.) συνάρτηση

    Русско-греческий новый словарь > функция

  • 84 ход

    [χότ] ουσ. α κίνηση, βάδισμα, λειτουργία, ταχύτητα

    Русско-греческий новый словарь > ход

  • 85 богослужение

    [μπαγκασλουζένιιε] ουσ ο θεία λειτουργία

    Русско-эллинский словарь > богослужение

  • 86 литургия

    [λιτουργκίγια] ουσ θ (εκκλ.) λειτουργία

    Русско-эллинский словарь > литургия

  • 87 месса

    [μιέσσα] ουσ θ (εκκλ.) η θεία λειτουργία

    Русско-эллинский словарь > месса

  • 88 обедня

    [αμπιέντνγια] ουσ θ (εκκλ.) λειτουργία

    Русско-эллинский словарь > обедня

  • 89 функция

    [φούνκτσυγια] ουσ θ λειτουργία, (μαθ) συνάρτηση

    Русско-эллинский словарь > функция

  • 90 ход

    [χότ] ουσ α κίνηση, βάδισμα, λειτουργία, ταχύτητα

    Русско-эллинский словарь > ход

  • 91 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 92 кампания

    θ.
    1. (στρατ.) εκστρατεία. || πόλεμος.
    2. μτφ. καμπάνια•

    избирательная εκλογική εκστρατεία.

    3. συνεχής λειτουργία μηχανής ή συσκευής.

    Большой русско-греческий словарь > кампания

  • 93 коммуникативный

    επ. (γλωσ.)
    επικοινωνιακός•

    -ая функция языка επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας.

    Большой русско-греческий словарь > коммуникативный

  • 94 месса

    θ.
    μυσταγωγία, λειτουργία (των καθολικών).

    Большой русско-греческий словарь > месса

  • 95 отправление

    ουδ.
    1. βλ. отправка.
    2. αποστολή ταχυδρομική διεκπεραίωση•

    заказные -я αποστολές συστημένων•

    почтовые -я ταχυδρομικές αποστολές.

    εκφρ.
    точка -я – σημείο εκκίνησης, αφετηρία (συλλογισμού, σκέψης κ.τ.τ.).
    ουδ.
    1. παλ. εκτέλεση, πραγματοποίηση.
    2. πλθ. -я λειτουργία οργανισμού.

    Большой русско-греческий словарь > отправление

  • 96 отслужить

    -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. συμπληρώνω χρόνο υπηρεσίας• υπηρετώ•

    он -ил в сторожах три года αυτός υπηρέτησε τρία χρόνια φύλακας•

    я -ил установленный срок εγώ συμπλήρωσα τον καθορισμένο χρόνο (υπηρεσίας ή εργασίας).

    || τελειώνω τη στρατιωτική θητεία.
    2. αχρηστεύομαι, φθείρομαι, τρώγω το ψωμί μου.
    3. αποτινω, ξεπλερώνω με υπηρεσία ή εργασία.
    4. (εκκλσ.) λειτουργώ, κάνω λειτουργία• ψάλλω•

    отслужить молебен ψάλλω δέηση.

    Большой русско-греческий словарь > отслужить

  • 97 отслушать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ακούω θεία λειτουργία.

    Большой русско-греческий словарь > отслушать

  • 98 пищеварительный

    επ.
    πεπτικός•

    -ые органы πεπτικά όργανα•

    пищеварительный процесс η λειτουργία της πέψης.

    Большой русско-греческий словарь > пищеварительный

  • 99 приведение

    ουδ.
    1. βάλσιμο (σε κίνηση, ενέργεια, λειτουργία κ.τ.τ.)•

    приведение в порядок τακτοποίηση, διευθέτηση•

    приведение в движение βάλσιμο σε κίνηση.

    2. οδήγηση,φορά•

    приведение к гибели οδήγηση στο χαμό (την καταστροφή)•

    приведение к поражению οδήγηση στην ήττα.

    3. παρουσίαση, προσαγωγή• παράθεση.
    (μαθ.) τροπή•

    приведение к общему знаменателю τροπή (ετερώνυμων κλασμάτων) σε ομώνυμα.

    Большой русско-греческий словарь > приведение

  • 100 проверить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проверенный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.
    ελέγχω, εξακριβώνω εξετάζω•

    проверить счёт ελέγχω το λογαριασμό•

    проверить жалобу εξετάζω το παράπονο•

    проверить знания ελέγχω τις γνώσεις•

    проверить билеты ελέγχω τα εισιτήρια•

    проверить работу механизма ελέγχω τη λειτουργία του μηχανισμού.

    εξετάζομαι, κοιτάζομαι•

    проверить у врача εξετάζομαι στο γιατρό.

    || εξετάζω, ελέγχω αν συμπε-ριλαβαίνομαι•

    проверить в списке избирателей ελέγχω την εγγραφή μου στον εκλογικό κατάλογο.

    Большой русско-греческий словарь > проверить

См. также в других словарях:

  • λειτουργία — λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λειτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργιά — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργία — η 1. ενέργεια, εργασία: Η λειτουργία της αγοράς. 2. η ενέργεια των οργάνων του σώματος: Η λειτουργία του εγκεφάλου. 3. η τελετή της Θείας Ευχαριστίας στην εκκλησία: Στη λειτουργία ήταν παρών και ο πρωθυπουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργίᾳ — λειτουργίαι , λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργιά — η ο άρτος για τη Θεία Ευχαριστία, το πρόσφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… …   Dictionary of Greek

  • φωτοσύνθεση ή χλωροφυλλική λειτουργία — Σύνολο χημικών αντιδράσεων, που πραγματοποιούνται κάτω από την επίδραση του ηλιακού φωτός σε όλα τα πράσινα μέρη του φυτού, δηλαδή στα μέρη που περιέχουν χλωροφύλλη. Η χημική αυτή ουσία μπορεί να πάρει από τον ατμοσφαιρικό αέρα διοξείδιο του… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργίας — λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λειτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λειτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργίαν — λειτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»