Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λειπογνώμων

См. также в других словарях:

  • λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… …   Dictionary of Greek

  • λειπογνώμων — lacking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονα — λειπογνώμων lacking neut nom/voc/acc pl λειπογνώμων lacking masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονας — λειπογνώμων lacking masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονες — λειπογνώμων lacking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειπογνώμονος — λειπογνώμων lacking gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπογνώμων — λιπογνώμων, ὁ (Α) βλ. λειπογνώμων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»