-
1 λειπογνώμων
λειπογνώμωνlacking: masc /fem nom sg -
2 λειπογνώμων
A lackingγνώμονες 11.6
,οἶς IG22.1357
(iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειπογνώμων
-
3 λειπογνώμονα
λειπογνώμωνlacking: neut nom /voc /acc plλειπογνώμωνlacking: masc /fem acc sg -
4 λειπογνώμονας
λειπογνώμωνlacking: masc /fem acc pl -
5 λειπογνώμονες
λειπογνώμωνlacking: masc /fem nom /voc pl -
6 λειπογνώμονος
λειπογνώμωνlacking: gen sg -
7 λειπανδρία
λειπανδρία and other compds. freq. written in medieval Mss. with λειπ- (λειπο-, λειφ-) will be found, with few exceptions, under λῐπ (λῐπο-, λῐφ-): metrical evidence, where available, favours λῐπ-, which is also certain in λιποτελέω: but λειπ- is certain in λειπογνώμων, and for many other words no trustworthy evidence of the spelling exists; cf. Choerob.in An.Ox.2.239.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειπανδρία
-
8 λιπογνώμων
A v. λειπογνώμων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπογνώμων
См. также в других словарях:
λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… … Dictionary of Greek
λειπογνώμων — lacking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονα — λειπογνώμων lacking neut nom/voc/acc pl λειπογνώμων lacking masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονας — λειπογνώμων lacking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονες — λειπογνώμων lacking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειπογνώμονος — λειπογνώμων lacking gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
λιπογνώμων — λιπογνώμων, ὁ (Α) βλ. λειπογνώμων … Dictionary of Greek