Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαχνῆς

См. также в других словарях:

  • λάχνης — λάχνη soft woolly hair fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός …   Dictionary of Greek

  • Δωριανός, Ιωάσαφ — (16ος αι.).Κωδικογράφος και λόγιος ιεροδιδάσκαλος. Καταγόταν από την Κρήτη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Λαχνής. Υπήρξε δάσκαλος του Μάξιμου Μαργούνιου και φίλος του Μελέτιου Πηγά. Έγραψε διδαχές και ερμηνείες που σώζονται στον κώδικα 32… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»