-
1 λάχνης
λάχνηsoft woolly hair: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 λαχνήεις
λαχνήεις, εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήϑεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
См. также в других словарях:
λάχνης — λάχνη soft woolly hair fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός … Dictionary of Greek
Δωριανός, Ιωάσαφ — (16ος αι.).Κωδικογράφος και λόγιος ιεροδιδάσκαλος. Καταγόταν από την Κρήτη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Λαχνής. Υπήρξε δάσκαλος του Μάξιμου Μαργούνιου και φίλος του Μελέτιου Πηγά. Έγραψε διδαχές και ερμηνείες που σώζονται στον κώδικα 32… … Dictionary of Greek