-
1 λαχάν
-
2 λαχᾶν
-
3 λαχάν
λαχά̱ν, λαχήfem acc sg (doric aeolic) -
4 λάχαν'
λάχανα, λάχανονgarden-herbs: neut nom /voc /acc pl -
5 λαχαν-ώδης
λαχαν-ώδης, ες, = λαχανοειδής, Theophr.
-
6 λαχανιά
λᾰχᾰν-ιά, ἡ,A gardenbed, PCair.Zen.329.16 (pl., iii B.C.), Hsch. s.v. πρασιαί, [suff] λᾰχᾰν-ίδιον, τό, Dim. of λάχανον, Id.s.v. κιχόρια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανιά
-
7 λαχανάριον
λᾰχᾰν-άριον, τό, =A holerarium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανάριον
-
8 λαχανεία
λᾰχᾰν-εία, ἡ,A culture of pot-herbs, κῆπος -είας a garden of herbs, LXX De.11.10, cf. PCair.Zen.269.22 (iii B.C.), PPetr.3p.236 (iii B.C.), PTeb.60.39 (ii B.C.), al., Sch.Od.7.127 (pl.), Ptol.Tetr. 81.II = λαχανισμός, J.BJ4.9.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανεία
-
9 λαχάνευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχάνευμα
-
10 λαχανεύς
A = λαχανοπώλης, Id.Proll.ad Hes.p.5 G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανεύς
-
11 λαχανευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανευτής
-
12 λαχανεύω
A plant vegetables, PSI4.403.13 (iii B.C.):—[voice] Pass., to be planted with vegetables or produce them, Str.5.4.3, App.Pun. 117, PStrassb.122.5 (ii A.D.); τὰ-όμενα vegetables, Sor.1.87.2 [voice] Pass., to be used as pot-herbs,λαχανεύεται ἑφθόν Dsc.2.119
.II [voice] Med., gather herbs, Luc.Lex.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανεύω
-
13 λαχανηλόγος
λᾰχᾰν-ηλόγος, ον,A gathering vegetables, AP 9.318 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανηλόγος
-
14 λαχανηρός
A of vegetable kind,τὸ λ. Thphr.HP7.1.1
: pl., τὰ λ. vegetables, pot-herbs, ib.1.11.3, 6.1.2, CP6.9.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανηρός
-
15 λαχανηφόρος
λᾰχᾰν-ηφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανηφόρος
-
16 λαχανίζω
II Lat. lachanizare, = betizare, i.e. languere, Suet.Aug.87.III [voice] Pass., become green, Gal.17(1).343.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανίζω
-
17 λαχανικός
A = λαχανηρός, Inscr.Magn.116.42 (ii A.D.).II λαχανικόν (sc. τέλος), τό, tax on market-gardeners, dub. in Ostr. 787 (i A.D.), Sammelb. 2085.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανικός
-
18 λαχάνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχάνιον
-
19 λαχάνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχάνιος
-
20 λαχανισμός
λᾰχᾰν-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανισμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαχᾶν — λάχη ashare fem gen pl (doric aeolic) λαχή fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχάν — λαχά̱ν , λαχή fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχαν' — λάχανα , λάχανον garden herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
INDICUM — apud Plin l. 35. c. 6. E liquidis coloribus, quos a dominis dari diximus (pingenti) propter magnitudinem pretii, ante omnes est prupurissum, e creta argentaria; Ab hoc maxima auctoritas Indico. Ex India venit, harundinum spumae adhaerescente limo … Hofmann J. Lexicon universale
Τερμινθεύς — καί Τερβινθεύς, έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) προσωνυμία τού θεού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμινθος / τερέβινθος «είδος φυτού» + επίθημα εύς (πρβλ. λαχαν εύς)] … Dictionary of Greek
κασσιτεράς — κασσιτερᾱς, ὁ (Α) κασσιτερωτής, γανωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. αρτυματ άς, λαχαν άς)] … Dictionary of Greek
κορυζάς — κορυζᾱς, ᾱ, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. άς τής λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν άς, φαγ άς)] … Dictionary of Greek
μαντιλίδα — Βλ. λ. χρυσάνθεμο. * * * η (Μ μαντηλίδα) κοινή ονομασία φυτού τού γένους χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + κατάλ. ίδα (πρβλ. λαχαν ίδα)] … Dictionary of Greek
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
στοιβίδα — η, Ν βοτ. είδος τού φυτού ποτήριο, αλλ. αφάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + επίθημα ίδα (πρβλ. γαλατσ ίδα, λαχαν ίδα)] … Dictionary of Greek