-
1 λαχανισμος
-
2 λαχανισμός
λαχανισμός, ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.
-
3 λαχανισμός
λαχανισμός, ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter -
4 λαχανισμός
λᾰχᾰν-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανισμός
-
5 λαχανισμόν
λαχανισμόςcutting: masc acc sg -
6 λαχανισμού
-
7 λαχανισμοῦ
-
8 λαχανεία
λᾰχᾰν-εία, ἡ,A culture of pot-herbs, κῆπος -είας a garden of herbs, LXX De.11.10, cf. PCair.Zen.269.22 (iii B.C.), PPetr.3p.236 (iii B.C.), PTeb.60.39 (ii B.C.), al., Sch.Od.7.127 (pl.), Ptol.Tetr. 81.II = λαχανισμός, J.BJ4.9.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανεία
См. также в других словарях:
λαχανισμός — λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω] 1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.) 2. (για ίππο) η βρώση χόρτων … Dictionary of Greek
λαχανισμοῦ — λαχανισμός cutting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανισμόν — λαχανισμός cutting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανεία — λαχανεία, ἡ (Α) [λαχανεύω] 1. καλλιέργεια λαχάνων 2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα … Dictionary of Greek