Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαχανισμός

См. также в других словарях:

  • λαχανισμός — λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω] 1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.) 2. (για ίππο) η βρώση χόρτων …   Dictionary of Greek

  • λαχανισμοῦ — λαχανισμός cutting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανισμόν — λαχανισμός cutting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανεία — λαχανεία, ἡ (Α) [λαχανεύω] 1. καλλιέργεια λαχάνων 2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»