-
1 λαχάνοις
λάχανονgarden-herbs: neut dat pl -
2 διάγω
διάγω [ᾰ],A carry over or across,πορθμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον Od.20.187
, cf. Th.4.78;δ. ἐπὶ σχεδίας ἄρτους X.Cyr.2.4.28
.b intr., cross over, Id.An.7.2.12.3 Geom., draw through or across, produce a line, Euc.1.21, al.II of Time, pass, spend,αἰῶνα h.Hom.20.7
; βίοτον, βίον, A.Pers. 711, S.OC 1619, Ar.Nu. 464;δ. τὸν βίον μαχόμενος Pl. R. 579d
;ἡσύχιον βίον δ. ἐν εὐσεβείᾳ
1 Ep.Tim.2.2
; γῆρας, νύκτα, X. Cyr.4.6.6, An.6.5.1;χρόνον Plu.Tim.10
(but χρόνος διῆγέ με, = χρόνον διῆγον, S.El. 782); δ. ἑορτήν celebrate it, Ath.8.363f: hence,2 intr., without βίον, pass life, live, Democr.191, D.18.254, 25.82; = διαιτῶμαι, διατρίβω, Thom.Mag.pp.90,98 R.;δ. ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 174b
; tarry,ἐν τῷ δικαστηρίῳ Id.Euthphr.3e
;ἐν προαστείῳ Hdn.1.12.5
:—[voice] Med.,διαγόμενος Pl.R. 344e
, etc.;τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς δ. Michel352.15
([place name] Iasus).c c. acc. pers., divert, fob off, ἐλπίδας λέγων διῆγε [τοὺς στρατιώτας] X.An.1.2.11, cf. D.Prooem. 53, Luc.Phal.1.3.d continue,δ. σιωπῇ X.Cyr.1.4.14
: freq. c. part., continue doing so and so,δ. λιπαρέοντας Hdt.1.94
; δ. μανθάνων, ἐπιμελόμενος, X.Cyr.1.2.6, 7.5.85.e with Advbs.,ἐν τοῖς χαλεπώτατα δ. Th.7.71
;ἄριστα X.Mem.4.4.15
;εὖ Arist.HA 625b23
; ; also εὐσεβῆ δ. τρόπον περί τινα conduct oneself piously, Ar.Ra. 457.III cause to continue, keep in a certain state,πόλιν ὀρθοδίκαιον δ. A.Eu. 995
(lyr.);πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Isoc.3.41
;ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον.. διῆγεν ὑμᾶς D.18.89
;τὸ ὑπήκοον ἐν ἡσυχίᾳ δ. D.C.40.30
.IV entertain, feed,τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.Her.10.4
:—[voice] Pass., [λέων] μελιτούτταις διήγετο Id.VA 5.42
.2 divert,τινὰ ἀπό τινος Philostr.Her.Prooem.3
; simply, divert,τὰς βασιλείους φροντίδας Id.VS1.8.2
. -
3 λάσανα
II night-stool, Hp.Fist. 9, Cratin.49 (cj. Mein. for λαχάνοις), Pherecr.88, Eup.224, Ar.Fr. 462: also in sg., like Lat. lasanum, Hp.Superf.8, AP11.74.8 (Nicarch.):—hence [full] λᾰσᾰνοφόρος, ὁ, slave who had charge of the night-stool, Plu.2.182c, 360d:—also [full] λᾰσᾰνίτης [ῑ] δίφρος BGU1116.25
(i B.C.). -
4 συνοδεύω
A travel in company, Plu.Pomp.40, Charito 2.3, etc.; τινι with one, Act.Ap.9.7, Plu.2.609d, Ach.Tat.7.3.II Astron., to be in conjunction,σ. τῷ ἡλίῳ Placit.2.29.6
, Cleom.1.3, cf. Vett.Val.297.28, etc.III metaph., have fellowship with, LXX Wi.6.23(25); accompany, "ὦ σ. τῇ κλητικῇ Trypho
ap.A.D.Synt.48.19, cf. 89.21;συνοδεῦσαι δεῖ πρὸς ταῦτα αἴσθησίν τε καὶ νοῦν Marcellin.Puls.11
.2 as [voice] Pass. or [voice] Med., go with,τοῖς λαχάνοις -ευέσθω φύλλα μήκωνος Herod.Med.
ap. Orib.Syn.6.32 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοδεύω
-
5 ἔμβολος
A anything pointed so as to be easily thrust in, a peg, stopper, CIG2855.27, Poll.1.145; linch-pin (masc.), Pherecyd. 37 (a) J.: Com. for πέος, Ar.Fr. 317 (masc.).2 τῆς χώρης ἔμβολον tongue of land, Hdt.4.53; Ἀσίας ἔμβολον prob. the headland of Κυμὸς σῆμα in Caria, Pi.O.7.19 ( ἔμβολος Ἀσίας ἡ Λυκία Sch.ad loc.).3 brazen beak, ram, masc. in Hdt.1.166, Tab.Heracl.1.166,182; neut. in AP6.236 (Phil.), Paus 6.20.10; gender doubtful in Pi.P.4.191, Th.7.36.b οἱ ἔ.,= Lat. rostra, tribune of the Roman forum, Plb.6.53.1, Plu.Cat.Mi.44.4 wedge-shaped order of battle, neut. in X.HG7.5.22, Plb.1.26.16; of a march-formation, Ael.Tact.37.6, Arr.Tact.29.5;τὸ τρίγωνον σχῆμα ἔμβολόν τε καὶ σφηνοειδὲς ὀνομάζεται Ascl.Tact.7.6
; ἡ ὅλη [τάξις] λέγεται ἔμβολος ib.11.5.b ἔμβολον, τό, half a ῥόμβος (q. v.) of cavalry, ib.7.3, Ael.Tact. 19.5.6 λάϊνα κίοσιν ἔμβολα prob.= τὰ κίοσιν ἐμβεβλημένα, architrave, Id.Ba. 591 (lyr.).7 graft, Gp 10.77.4.8 portico, IG11 (2).161 D 118 (Delos, iii B. C.), Ephes.3 No.8, CIG 4662b ([place name] Gerasa), interpol. in Hld.2.26; ἔ. τῆςκρατίστης βουλῆς BCH11.474
([place name] Lydia).9 ἔμβολος· εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμβολος
См. также в других словарях:
λαχάνοις — λάχανον garden herbs neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρχορος — (Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά… … Dictionary of Greek
συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek