Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λαχάνοις

См. также в других словарях:

  • λαχάνοις — λάχανον garden herbs neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρχορος — (Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»