Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαοξόος

См. также в других словарях:

  • λαοξόος — και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α) λιθοξόος, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ ξόος, λιθο ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + ξόος με συναίρεση τών δύο ο και ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • λαοξόος — sculptor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόοι — λαοξόος sculptor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόον — λαοξόος sculptor masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόους — λαοξόος sculptor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόων — λαοξόος sculptor masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοξόῳ — λαοξόος sculptor masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PEIRA — Graece Πέτρα, veteri Graeciae, idem quod rupes. Theocritus, πέτρας ἀπόκομμ῾ ἀτεράμνω. At graeciae mediae idiotismus pro quolibet lapide usurpavit, etiam pro caementitio et οἰκοδομικῷ. Hinc Paulus Silentiarius ambonem Sanctae Sophiae ἕδος πετραῖον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λααξός — λααξός, ὁ (Α) λαοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱας + ξός (< ξόος < ξέω), πρβλ. δορυ ξός, λινο ξός] …   Dictionary of Greek

  • λαξόος — λαξόος, ὁ (Α) βλ. λαοξόος …   Dictionary of Greek

  • λαξός — λαξός, ὁ (Α) βλ. λαοξόος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»