-
1 λαοξοος
-
2 λαοξόος
λαοξόοςsculptor: masc nom sg -
3 λαοξόος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοξόος
-
4 λᾱοξόος
λᾱο-ξόος, Steine glättend, behauend -
5 λαοξόοι
λαοξόοςsculptor: masc nom /voc pl -
6 λαοξόον
λαοξόοςsculptor: masc acc sg -
7 λαοξόους
λαοξόοςsculptor: masc acc pl -
8 λαοξόων
λαοξόοςsculptor: masc gen pl -
9 λᾱ-ξόος
-
10 λαοξόω
-
11 λαοξόῳ
-
12 λααξός
-
13 λαξόος
-
14 λαξός
A v. λαοξόος. [full] λαξπάτητος, v. λακπάτητος.
См. также в других словарях:
λαοξόος — και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α) λιθοξόος, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ ξόος, λιθο ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + ξόος με συναίρεση τών δύο ο και ο τ.… … Dictionary of Greek
λαοξόος — sculptor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοξόοι — λαοξόος sculptor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοξόον — λαοξόος sculptor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοξόους — λαοξόος sculptor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοξόων — λαοξόος sculptor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοξόῳ — λαοξόος sculptor masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PEIRA — Graece Πέτρα, veteri Graeciae, idem quod rupes. Theocritus, πέτρας ἀπόκομμ῾ ἀτεράμνω. At graeciae mediae idiotismus pro quolibet lapide usurpavit, etiam pro caementitio et οἰκοδομικῷ. Hinc Paulus Silentiarius ambonem Sanctae Sophiae ἕδος πετραῖον … Hofmann J. Lexicon universale
λααξός — λααξός, ὁ (Α) λαοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱας + ξός (< ξόος < ξέω), πρβλ. δορυ ξός, λινο ξός] … Dictionary of Greek
λαξόος — λαξόος, ὁ (Α) βλ. λαοξόος … Dictionary of Greek
λαξός — λαξός, ὁ (Α) βλ. λαοξόος … Dictionary of Greek