-
1 λααξός
-
2 λαοξόος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοξόος
См. также в других словарях:
λααξός — λααξός, ὁ (Α) λαοξόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱας + ξός (< ξόος < ξέω), πρβλ. δορυ ξός, λινο ξός] … Dictionary of Greek
λαοξόος — και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α) λιθοξόος, γλύπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ ξόος, λιθο ξόος. Ο τ. λαξόος < *λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + ξόος με συναίρεση τών δύο ο και ο τ.… … Dictionary of Greek