Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λανθάνομαι

См. также в других словарях:

  • λανθάνομαι — λανθάνω escape notice pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ …   Dictionary of Greek

  • ευεπίληστος — εὐεπίληστος, ον (Μ) αυτός που ξεχνάει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ληστος (< επιλήθομαι, παραλλ. τ. τού επι λανθάνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • καταλήθομαι — (Α) (αποθ.) λησμονώ εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λήθομαι, μεταπλασμένος τ. τού λανθάνομαι «λησμονώ»] …   Dictionary of Greek

  • μετεπιλανθάνομαι — (Μ) ξεχνώ, λησμονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐπι λανθάνομαι «ξεχνώ, λησμονώ»] …   Dictionary of Greek

  • ԶԱՆԽԼԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0713 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c չ. եւ դիմ. ԶԱՆԽԼԱՆԱՄ λανθάνω, λήθω lateo որ եւ ԱՆԽԼԱՆԱԼ. (իբր առ խուլս ընդ լռութեամբ մնալ.) Թաքչիլ, ծածկիլ, անյայտանալ, անգիտելի մնալ. ծածկըւիլ, չգիտցուիլ. ... *Մի՛ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶԱՆԽԼԱՆԻՄ — ( ) NBH 1 0714 Chronological Sequence: Unknown date λανθάνομαι Զանխլանալ ըստ ՟բ. նշ. *Էրն եւ իցէն՝ ամանակի եղեն տեսակ. զորս բերեալ զանխլանիմք առ մշտնջենաւոր գոյացութիւնն՝ ոչ ուղղաբար. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»