-
61 λαίσ-καπρος
λαίσ-καπρος, sehr geil, VLL. Vgl. λαι-.
-
62 λαίμ-αργος
λαίμ-αργος (od. minder gut nach den Alten von λαι-μάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Thieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.
-
63 λάας
λάας, ὁ, der nom. λᾶος nur bei Gramm., gen. u. s. w. λᾶος, λᾶϊ, λᾶαν, – λάων, λάεσσι, Hom.; λᾶαν auch Eur. Phoen. 1164 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 10 (VI, 67); λᾶα, Ep. ad. 204 ( Plan. 279), wie Callim. frg. 104; att. λᾶς, acc. λᾶν, einen gen. λάου hat Soph. O. C. 196, – der Stein, Felsblock, im Hom. bes. Il. von den Steinen, welche die Kämpfer auf einander schleudern; λᾶας ἀναιδής, Od. 11, 593, von dem Felsblock, den Sisyphus auf den Felsen hinaufwälzen muß; so auch bei den folgenden Dichtern; auch Fels, Klippe, Od. 13, 163. Seltener in Prosa, τοὺς λάας (oder λᾶας) προςάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς, Arist. gen. anim. 1, 4, wo Bekker λαιάς lies't. – Nic. hat nach ἡ λίϑος auch ἡ λᾶας gesagt, Th. 45. Vgl. λᾶϊγξ u. λαός.
-
64 λᾱ
-
65 λαας
стяж. λᾶς ὅ (gen. λάαος, λᾶος и λάου, dat. λᾶϊ, acc. λᾶαν, λᾶν и λᾶα; pl.: nom. λᾶες, gen. λάων, dat. λάεσι(ν) и λάεσσιν, acc. λᾶας; dual. λᾶε) камень, каменная глыба Hom., Eur., Anth. -
66 полис
(страх.) το ασφαλιστικ/ό συμβό-λαι/οстраховой - то же что и полис таксированный - με μη καθορισμένο ποσόν αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полис
-
67 хомут
1. (элемент машины или механизма) η στεφάνη (στοιχείο μηχανής) 2. (деталь скрепления кабелей, проводов и т.п.) о κρίκος/η στεφάνη στήριξης 3. с.-х. το περιαυχένιοη λαι-μαριάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хомут
-
68 народно-демократический
наро́дно-демократи́ческ||ийприл λαϊ-κοδημοκρατικός:\народно-демократическийое государство τό λαΐκοδημοκρατικό κράτος· \народно-демократическийое движение τό λαΐκοδημοκρατικό κίνημα. -
69 народно-освободительный
народно-освободительн||ыйприл λαϊ-κο-ἀπελευθερωτικός:\народно-освободительныйая армия ὁ λαϊκο-ἀπελευθερωτικός στρατός. -
70 Λαίτω
-
71 Λαίτῳ
-
72 έκβαλ'
ἔκβαλε, ἐκβάλλωthrow: aor imperat act 2nd sgἔκβᾱλαι, ἐκβάλλωthrow: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἔκβαλε, ἐκβάλλωthrow: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
73 ἔκβαλ'
ἔκβαλε, ἐκβάλλωthrow: aor imperat act 2nd sgἔκβᾱλαι, ἐκβάλλωthrow: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἔκβαλε, ἐκβάλλωthrow: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
74 έκπαλαι
ἔκπαλαιfor a long time: indeclform (adverb)ἔκπᾱλαι, ἐκπάλλωshake out: aor imperat mid 2nd sg (doric) -
75 ἔκπαλαι
ἔκπαλαιfor a long time: indeclform (adverb)ἔκπᾱλαι, ἐκπάλλωshake out: aor imperat mid 2nd sg (doric) -
76 έμβαλ'
ἔμβαλε, ἐμβάλλωthrow in: aor imperat act 2nd sgἔμβᾱλαι, ἐμβάλλωthrow in: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἔμβαλε, ἐμβάλλωthrow in: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
77 ἔμβαλ'
ἔμβαλε, ἐμβάλλωthrow in: aor imperat act 2nd sgἔμβᾱλαι, ἐμβάλλωthrow in: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἔμβαλε, ἐμβάλλωthrow in: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
78 έμβαλαι
-
79 ἔμβαλαι
-
80 έμπαλαι
См. также в других словарях:
λαι- — / λαι και λαισ (Α) αχώριστο προθεματικό μόριο με επιτατική σημασία, π. χ. λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λα ] … Dictionary of Greek
Λαῖ — Λαίς fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαί — Λαίς fem voc sg Λαίς fem voc sg Λής masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαί — λᾱί , ληίς booty fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λᾶι — Λᾷ , Λής masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶι — λᾷ , λάω 1 pres subj mp 2nd sg λᾷ , λάω 1 pres ind mp 2nd sg (epic) λᾷ , λάω 1 pres subj act 3rd sg λᾷ , λάω 1 pres ind act 3rd sg (epic) λᾷ , λάω 2 seize pres subj mp 2nd sg (doric) λᾷ , λάω 2 seize pres ind mp 2nd sg (epic doric) λᾷ , λάω 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαιν Ζερμαίν - εν - Λαι — (Sain Germain en Laye). Πόλη (50 000 κάτ.) της Γαλλίας στο νομό Υβλίν στα βόρεια του Σηκουάνα. Είναι βιομηχανικό κέντρο κατασκευής λεπτών οργάνων και σοκολάτας, έχει επίσης διυλιστήρια πετρέλαιου. Αξιόλογο μνημείο της πόλης είναι το κάστρο της,… … Dictionary of Greek
Τσου Εν - Λάι — (1898 – 1976). Κινέζος πολιτικός. Φοιτητής ακόμα, στο Πανεπιστήμιο Ναν και του Τιεντσίν αναμείχθηκε σε επαναστατικές οργανώσεις της νεολαίας, συνελήφθη και φυλακίστηκε για έναν χρόνο (1919 20). Μετά την αποφυλάκισή του επισκέφθηκε τις χώρες… … Dictionary of Greek
λαίφε' — λαί̱φεα , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαί̱φεϊ , λαῖφος shabby neut dat sg (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut dat sg λαί̱φεε , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίφει — λαί̱φει , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαί̱φεϊ , λαῖφος shabby neut dat sg (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίω — λαί̱ω , λήιον standing crop neut nom/voc/acc dual (doric) λαί̱ω , λήιον standing crop neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)