-
81 ἔμπαλαι
-
82 αναθάλαι
-
83 ἀναθάλαι
-
84 αναπάλαι
ἀναπάλᾱͅ, ἀναπάληdance: fem dat sg (doric aeolic)ἀναπά̱λαῑ, ἀναπάλλωswing to and fro: aor opt act 3rd sg (doric) -
85 ἀναπάλαι
ἀναπάλᾱͅ, ἀναπάληdance: fem dat sg (doric aeolic)ἀναπά̱λαῑ, ἀναπάλλωswing to and fro: aor opt act 3rd sg (doric) -
86 αντιβάλαι
-
87 ἀντιβάλαι
-
88 αποβάλαι
-
89 ἀποβάλαι
-
90 απόπαλαι
ἀπόπαλαιfrom of old: indeclform (adverb)ἀπόπᾱλαι, ἀποπάλλωhurl: aor imperat mid 2nd sg (doric) -
91 ἀπόπαλαι
ἀπόπαλαιfrom of old: indeclform (adverb)ἀπόπᾱλαι, ἀποπάλλωhurl: aor imperat mid 2nd sg (doric) -
92 ασυλαίου
-
93 ἀσυλαίου
-
94 δαίδαλ'
δαίδαλα, δαίδαλοςcunningly: neut nom /voc /acc plδαίδαλε, δαίδαλοςcunningly: masc /fem voc sgδαίδαλε, δαιδάλλωwork cunningly: aor imperat act 2nd sgδαίδᾱλαι, δαιδάλλωwork cunningly: aor imperat mid 2nd sg (doric)δαίδαλε, δαιδάλλωwork cunningly: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
95 διαβάλαι
διαβά̱λαῑ, διαβάλλωthrow: aor opt act 3rd sg (doric) -
96 είσβαλ'
εἴσβαλε, εἰσβάλλωthrow into: aor imperat act 2nd sgεἴσβᾱλαι, εἰσβάλλωthrow into: aor imperat mid 2nd sg (doric)εἴσβαλε, εἰσβάλλωthrow into: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
97 εἴσβαλ'
εἴσβαλε, εἰσβάλλωthrow into: aor imperat act 2nd sgεἴσβᾱλαι, εἰσβάλλωthrow into: aor imperat mid 2nd sg (doric)εἴσβαλε, εἰσβάλλωthrow into: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
98 εγκάββαλ'
ἐγκάββαλε, ἐν-καταβάλλωthrow down: aor imperat act 2nd sgἐγκάββᾱλαι, ἐν-καταβάλλωthrow down: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἐγκάββαλε, ἐν-καταβάλλωthrow down: aor ind act 3rd sg (homeric) -
99 ἐγκάββαλ'
ἐγκάββαλε, ἐν-καταβάλλωthrow down: aor imperat act 2nd sgἐγκάββᾱλαι, ἐν-καταβάλλωthrow down: aor imperat mid 2nd sg (doric)ἐγκάββαλε, ἐν-καταβάλλωthrow down: aor ind act 3rd sg (homeric) -
100 εκβάλαι
См. также в других словарях:
λαι- — / λαι και λαισ (Α) αχώριστο προθεματικό μόριο με επιτατική σημασία, π. χ. λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λα ] … Dictionary of Greek
Λαῖ — Λαίς fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαί — Λαίς fem voc sg Λαίς fem voc sg Λής masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαί — λᾱί , ληίς booty fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λᾶι — Λᾷ , Λής masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶι — λᾷ , λάω 1 pres subj mp 2nd sg λᾷ , λάω 1 pres ind mp 2nd sg (epic) λᾷ , λάω 1 pres subj act 3rd sg λᾷ , λάω 1 pres ind act 3rd sg (epic) λᾷ , λάω 2 seize pres subj mp 2nd sg (doric) λᾷ , λάω 2 seize pres ind mp 2nd sg (epic doric) λᾷ , λάω 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαιν Ζερμαίν - εν - Λαι — (Sain Germain en Laye). Πόλη (50 000 κάτ.) της Γαλλίας στο νομό Υβλίν στα βόρεια του Σηκουάνα. Είναι βιομηχανικό κέντρο κατασκευής λεπτών οργάνων και σοκολάτας, έχει επίσης διυλιστήρια πετρέλαιου. Αξιόλογο μνημείο της πόλης είναι το κάστρο της,… … Dictionary of Greek
Τσου Εν - Λάι — (1898 – 1976). Κινέζος πολιτικός. Φοιτητής ακόμα, στο Πανεπιστήμιο Ναν και του Τιεντσίν αναμείχθηκε σε επαναστατικές οργανώσεις της νεολαίας, συνελήφθη και φυλακίστηκε για έναν χρόνο (1919 20). Μετά την αποφυλάκισή του επισκέφθηκε τις χώρες… … Dictionary of Greek
λαίφε' — λαί̱φεα , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαί̱φεϊ , λαῖφος shabby neut dat sg (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut dat sg λαί̱φεε , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίφει — λαί̱φει , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαί̱φεϊ , λαῖφος shabby neut dat sg (epic ionic) λαί̱φει , λαῖφος shabby neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίω — λαί̱ω , λήιον standing crop neut nom/voc/acc dual (doric) λαί̱ω , λήιον standing crop neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)