-
1 λαίμ-αργος
λαίμ-αργος (od. minder gut nach den Alten von λαι-μάργος), mit der Kehle thätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Thieren, Arist. H. A. 8, 2; πρὸς τροφήν, part. an. 4, 13; λύκοι, Ep. ad. 418 IX, 2521; Sp., auch adv., Stob. fl. 124, 34.
-
2 λαιμάσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμάσσω
-
3 λαιμαγχία
λαιμ-αγχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμαγχία
-
4 λαιμάζουσιν
λαιμ-άζουσιν· ἐσθίουσιν ἀμέτρως, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμάζουσιν
-
5 λαιμαργέω
A = λαιμάσσω, Porph.Abst.1.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμαργέω
-
6 λαιμαργία
λαιμ-αργία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμαργία
-
7 λαίμαργος
λαίμ-αργος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαίμαργος
-
8 λαιμαργότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμαργότης
-
9 λαίμαστρον
λαίμ-αστρον, τό, 'Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαίμαστρον
-
10 λαιμάω
-
11 λαίμαργος
λαίμ-αργος, mit der Kehle tätig, in schneller Bewegung, gierig, gefräßig, von Tieren -
12 λαιμαργια
ἥ прожорливость, ненасытность, жадность(ἡδονῆς Plat.; περὴ τέν τροφήν Arst.; λ. καὴ φιληδονία Plut.)
-
13 λαιμαργος
См. также в других словарях:
λοιμώσσω — λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) [λοιμός] πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμ ώσσω, μαιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek
λυγαριά — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονoυ φυτού Vitex agnus, της οικογένειας των βερβενιδών. Η λ. είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, ύψους 1 2 μ. Έχει τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό βλαστό με μακρόμισχα, παλαμοειδή φύλλα με 5 7 λογχοειδή και μυτερά… … Dictionary of Greek
μαιμάσσω — (AM) 1. μαιμώ* 2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαιμάω* που εμφανίζει επίθημα (ά)σσω (πρβλ. λαιμ άσσω)] … Dictionary of Greek
μυταριά — η λωρίδα τού χαλινού η οποία περνά από την ράχη τής μύτης τού αλόγου, επιρρίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύτη + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά, λαιμ αριά)] … Dictionary of Greek
νεώσσω — και αττ.τ. νεώττω (Α) νεωτερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. ώσσω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. αγρ ώσσω, λαιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek
πτιλώσσω — Α πάσχω από την ασθένεια τών ματιών πτίλωσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. ώσσω, που απαντά σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. καρδι ώσσω, λαιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek
υπνώττω — ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α νεοελλ. 1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι 2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν») αρχ. 1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος 2. κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. ώσσω / … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μάγχη — (αγγλ. English Channel ή The Channel, γαλλ. La Manche = μανίκι). Θαλάσσιος βραχίονας (περ. 78.000 τ. χλμ.) μεταξύ του ηπειρωτικού όγκου της Ευρώπης (Γαλλία) και του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και συνδέει τη Βόρεια θάλασσα (προς ΒΑ) με τον… … Dictionary of Greek