-
1 λαιμάσσω
λαιμάσσωto be grcedy: pres subj act 1st sgλαιμάσσωto be grcedy: pres ind act 1st sg -
2 λαιμάσσω
-
3 λαιμασσω
атт. λαιμάττω жадно есть, обжираться Arph. -
4 λαιμάσσω,
λαιμάσσω, u. λαιμάω, gierig verschlingen, fressen -
5 λαιμάσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμάσσω
-
6 λαιμάσσοντα
λαιμάσσωto be grcedy: pres part act neut nom /voc /acc plλαιμάσσωto be grcedy: pres part act masc acc sg -
7 λαιμάττουσι
λαιμάσσωto be grcedy: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)λαιμάσσωto be grcedy: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
8 λαιμάσσειν
λαιμάσσωto be grcedy: pres inf act (attic epic) -
9 λαιμάω
λαιμάσσω, u. λαιμάω, gierig verschlingen, fressen -
10 λαιμάζω
-
11 λαιμώσσω
-
12 λαιμαργέω
A = λαιμάσσω, Porph.Abst.1.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμαργέω
-
13 λαιμάω
-
14 λαιμώσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαιμώσσω
-
15 λαιφάσσω
Grammatical information: v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One thinks of a cross of λαιμάσσω and λαφύσσω, but such crosses are much to easily posited and can be hardly demonstrated. λαιφάσσοντες (if correct) after ἁφάσσοντες - λαιφαί ἀναιδεῖς. θρασεῖς, στυγναί, τολμηραί H. (Schmidt ρεαδσ λαιδραί), connected by Debrunner IF 21, 225 and Schwyzer 733, has a different meaning; the also uncertain λαιφύς δάπανος η βορός H. looks like a back formation (after P. Maas ByzZ 37, 380 false für λάφυξ). - The forms with φ \/ μ present a well-known variation in Pre-Greek.Page in Frisk: 2,74Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαιφάσσω
См. также в других словарях:
λαιμάσσω — to be grcedy pres subj act 1st sg λαιμάσσω to be grcedy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάσσω — και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α) τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα άσσω (πρβλ. σπαρ άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώσσω, καρδι ώσσω)] … Dictionary of Greek
λαιμάσσοντα — λαιμάσσω to be grcedy pres part act neut nom/voc/acc pl λαιμάσσω to be grcedy pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάττουσι — λαιμάσσω to be grcedy pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λαιμάσσω to be grcedy pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάσσειν — λαιμάσσω to be grcedy pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίμαστρον — λαίμαστρον, τὸ (Α) 1. χάσμα γης, βάραθρο 2. μτφ. άπληστος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. ζύγασ τρον, στέγασ τρον)] … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λαιμώσσω — (Α) βλ. λαιμάσσω … Dictionary of Greek
λαιφάσσω — (Α) 1. λαφύσσω* 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω] … Dictionary of Greek