-
1 λαιμό-ρυτος
λαιμό-ρυτος, σφαγή, aus der Kehle strömend, Eur. Hel. 360.
-
2 λαιμόρυτος
λαιμό-ρυτος, σφαγή, aus der Kehle strömend -
3 λαιμορυτος
См. также в других словарях:
ωτόρρυτος — ον, Α αυτός από τού οποίου τα αφτιά ρέει κάτι το υδαρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρρυτός (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. λαιμό ρρυτος] … Dictionary of Greek