Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λαθρηδόν

См. также в других словарях:

  • λαθρηδόν — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αγελη δόν, κεφαλη δόν)] …   Dictionary of Greek

  • λαθρηδόν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»