Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λάθραι

См. также в других словарях:

  • λαθραῖ' — λαθραῖα , λαθραῖος neut nom/voc/acc pl λαθραῖε , λαθραῖος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθραι — λάθρᾳ , λάθρῃ secretly attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραιότερον — λαθραῑότερον , λαθραῖος adverbial comp λαθραῑότερον , λαθραῖος masc acc comp sg λαθραῑότερον , λαθραῖος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραιότατα — λαθραῑότατα , λαθραῖος adverbial superl λαθραῑότατα , λαθραῖος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίω — λαθραί̱ω , λαθραῖος masc/fem/neut nom/voc/acc dual λαθραί̱ω , λαθραῖος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίως — λαθραί̱ως , λαθραῖος adverbial λαθραί̱ως , λαθραῖος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραιοτέρᾳ — λαθραῑοτέρᾱͅ , λαθραῖος fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίοις — λαθραί̱οις , λαθραῖος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίου — λαθραί̱ου , λαθραῖος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίους — λαθραί̱ους , λαθραῖος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθραίων — λαθραί̱ων , λαθραῖος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»