-
1 λαγώος
-
2 λαγωός
-
3 λαγῷος
-
4 λαγῷος
A of the hare, ;τρίχες Plu.2.138f
; τὰ λ. (sc. κρέα) hare's flesh, Hp.Vict.2.46: and generally, dainties, delicacies,ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar.V. 709
, cf. Ach. 1006, Pax 1196, Telecl.32, Pl.Com.174.10, etc. -
5 λαγωός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λαγωός
-
6 λαγῷος
λαγῷος, vom Hasen; Hasenbraten -
7 λαγωός
λαγωός, οῦ, ὁ (epic and late for Attic λαγώς [λαγῶς]; Ps.-X., Cyn. 10, 2 and not infreq. in later writers [Phryn. p. 179 Lob.]; Ps 103:18 v.l.; Herm. Wr. p. 510, 2 Sc.) hare B 10:6 (s. ἀφόδευσις).—DELG s.v. λαγώς. -
8 λαγωος
-
9 λαγωός
λαγῶςhare: masc nom sgλαγωόςmasc nom sg -
10 λαγῶος
Βλ. λ. λαγώος -
11 λαγῷος
Βλ. λ. λαγώος -
12 λαγωός
λαγώς ο1) см. λαγός; 2) перен. трус -
13 λαγωός
=λαγώς заяц -
14 λαγώ'
λαγῷα, λαγῷοςof the hare: neut nom /voc /acc plλαγῷε, λαγῷοςof the hare: masc voc sgλαγῷαι, λαγῷοςof the hare: fem nom /voc pl -
15 λαγῷ'
λαγῷα, λαγῷοςof the hare: neut nom /voc /acc plλαγῷε, λαγῷοςof the hare: masc voc sgλαγῷαι, λαγῷοςof the hare: fem nom /voc pl -
16 λαγώα
λαγῴ̱ᾱ, λαγῷοςof the hare: fem nom /voc /acc dualλαγῴ̱ᾱ, λαγῷοςof the hare: fem nom /voc sg (doric aeolic)λαγῴᾱ, λαγωίηkilling of hares: fem nom /voc /acc dualλαγῴᾱ, λαγωίηkilling of hares: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————λαγῷοςof the hare: neut nom /voc /acc pl -
17 λαγώας
λαγῴ̱ᾱς, λαγῷοςof the hare: fem acc plλαγῴ̱ᾱς, λαγῷοςof the hare: fem gen sg (doric aeolic)λαγῴᾱς, λαγωίηkilling of hares: fem acc plλαγῴᾱς, λαγωίηkilling of hares: fem gen sg (doric aeolic) -
18 λαγῴας
λαγῴ̱ᾱς, λαγῷοςof the hare: fem acc plλαγῴ̱ᾱς, λαγῷοςof the hare: fem gen sg (doric aeolic)λαγῴᾱς, λαγωίηkilling of hares: fem acc plλαγῴᾱς, λαγωίηkilling of hares: fem gen sg (doric aeolic) -
19 λαγώων
-
20 λαγῴων
См. также в других словарях:
λαγῷος — of the hare masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωός — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγώος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγωός — λαγῶς hare masc nom sg λαγωός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῶος — λαγῶς hare masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῷα — λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγῷ' — λαγῷα , λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl λαγῷε , λαγῷος of the hare masc voc sg λαγῷαι , λαγῷος of the hare fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴα — λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc/acc dual λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc sg (doric aeolic) λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc/acc dual λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴας — λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem acc pl λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem gen sg (doric aeolic) λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem acc pl λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴων — λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare fem gen pl λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)