-
1 λαγωός
-
2 λαγῷος
-
3 λαγῷος
λαγῷος, vom Hasen; Hasenbraten -
4 πτωκός
-
5 εὔ-σκαρθμος
εὔ-σκαρθμος, ep. ἐΰσκαρϑμος, gut, leicht hüpfend, springend, ἵπποι Il. 13, 31; νῆες Qu. Sm. 14, 10; λαγωός Nic. Al. 325; Pan, Agath. 29 (VI, 32).
-
6 λαγώς
λαγώς (od. nach Arcad. u. B. A. 1197 att. λαγῶς), ώ, auch λαγῶ accent., Xen. Cyn. 3, 4. 5, 1, ὁ, accus. λαγών und λαγώ od. λαγῶ, s. Lob. Phryn. 186 u. vgl. Luc. philops. 3, ion. u. ep. λαγωός, auch λαγός, Her. u. Sp.; λαγοί, Soph. bei Ath. IX, 400 b; den acc. λαγόν führt Ath. aus Ameipsias an; λαγοῖο, Nic. Al. 465; plur. οἱ λαγῴ, Xen. Cvr. 1, 6, 40; acc. λαγώς, An. 4, 5, 24 u. A., auch in äol. Form, τοὶ δ' ὠκύποδας λαγὸς ᾕρευν, Hes. sc. 302; – 1) der Hase; ἢ κεμάδ' ἠὲ λαγωόν Il. 10, 361; πτῶκα λαγωόν 22, 310; λαγὼ δίκην, Aesch. Eum. 26; Ar. Equ. 909 u. in Prosa. – Sprichw. λαγὼς καϑεύδων, Zenob. 4, 84, von verstelltem Schlaf, wie der Hase mit offnen Augen schläft; – λαγὼ βίον ζῆν, ein elendes Leben unter beständiger Angst führen, wie wir ein Hundeleben sagen, Dem. 18, 263, der hinzusetzt δεδιὼς καὶ τρέμων καὶ ἀεὶ πληγήσεσϑαι προςδοκῶν; vgl. Luc. somn. 9. Auch λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχων, Zenob. 4, 85; u. wie bei uns von furchtsamen Menschen, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f; Philostr. v. Ap. 4, 37; vgl. δειλότεροι τῶν λαγῶν, Luc. Pisc. 34. – 2) ein rauchsüßiger Vogel, etwa die Rauchschwalbe, vgl. λαγώπους. – Bei den Chirurg. eine Art Verband.
-
7 λαγώειος
-
8 ὠκυ-πόδης
См. также в других словарях:
λαγῷος — of the hare masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωός — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγώος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγωός — λαγῶς hare masc nom sg λαγωός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῶος — λαγῶς hare masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῷα — λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγῷ' — λαγῷα , λαγῷος of the hare neut nom/voc/acc pl λαγῷε , λαγῷος of the hare masc voc sg λαγῷαι , λαγῷος of the hare fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴα — λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc/acc dual λαγῴ̱ᾱ , λαγῷος of the hare fem nom/voc sg (doric aeolic) λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc/acc dual λαγῴᾱ , λαγωίη killing of hares fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴας — λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem acc pl λαγῴ̱ᾱς , λαγῷος of the hare fem gen sg (doric aeolic) λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem acc pl λαγῴᾱς , λαγωίη killing of hares fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῴων — λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare fem gen pl λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)