-
1 λαβροσύνη
A violence, greed, AP6.305 (Leon.), Opp.H.5.366: also in pl., ib.2.130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβροσύνη
-
2 λαβρόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβρόομαι
-
3 λαβροπόδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβροπόδης
-
4 λαβροποσία
λαβρο-ποσία, ἡ,A excessive drinking, Hippiatr.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβροποσία
-
5 λαβροποτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβροποτέω
-
6 λαβρόσυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβρόσυτος
-
7 λαβρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβρότης
-
8 λαβροφαγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβροφαγέω
-
9 λαβρώνιος
λαβρώνιος, ὁ,A large wide cup, Men.503, Diph.80.1:—also [full] λαβρωνία, ἡ, Eust.1066.3; [full] λαβρώνιον, τό, Men.24.4, Hsch. ( λαβρό- cod.); cf. λαβρόνιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβρώνιος
См. также в других словарях:
νηστοποτώ — νηοτοποτῶ, έω (Α) πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + ποτῶ (< πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο ποτώ, οινο ποτώ] … Dictionary of Greek