-
1 λαβροποδης
-
2 λαβροποτεω
-
3 λαβροστομεω
-
4 λαβροσυτος
-
5 λαβροφαγεω
См. также в других словарях:
νηστοποτώ — νηοτοποτῶ, έω (Α) πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + ποτῶ (< πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο ποτώ, οινο ποτώ] … Dictionary of Greek