-
1 λαβρότης
λαβρότης, ητος, ἡ, = λαβροσύνη, Gefräßigkeit, Muson. bei Stob. fl. 18, 38; Ath. VII, 310 f; ἐν τῷ πίνειν XI, 484 c.
-
2 λαβρότης
λαβρότηςfem nom sg -
3 λαβρότης
λαβρότης, ητος, ἡ, Gefräßigkeit -
4 λαβρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβρότης
-
5 λαβρότητα
λαβρότηςfem acc sg -
6 λαβρότητος
λαβρότηςfem gen sg -
7 λάβρος
Grammatical information: adj.Meaning: `furious, boisterous, violent, fierce' (Ion. poet., late prose).Compounds: Some compp., e. g. λαβρ-αγόρης `fierce boaster' (Ψ 479; Fraenkel Nom. ag. 2,94f.), κατά-λαβρος `very furious' (Eup. 293; after κατα-λαβεῖν?).Derivatives: Two fish-names: λάβρᾱξ, -ᾱκος m. `bass, Labrax lupus' (Alc., com.; Chantraine Formation 381, Björck Alpha impurum 262, Strömberg Fischnamen 34 f.; Thompson Fishes s. v.) with λαβράκιον (com.); λάβριχος (Böot., IIa); s. Lacroix Mél. Boisacq 2, 51. Abstracts: λαβροσύνη `furiousness, fierce arguing' (AP, Opp.; Wyss - συνη 71), λαβρότης `id.' (Ath.) with λαβροσιάων χορτασμοῦ ἀκόσμου H. Denomin. verbs: 1. λαβρεύομαι `discuss furiously' (Ψ 474 a. 478), prob. after ἀγορεύω (Risch 282 f.; acc. to Debrunner Mus. Helv.2,199 rather after μωμεύω, ἐπι-λωβεύω); 2. λαβρόομαι `rush violently' (Lyc.); 3. λαβράζω = λαβρεύομαι a. λαβρόομαι (Nic., Lyc.) with λαβράκτης = λαβραγόρης (Pratin. Lyr.5); 4. λαβρύσσει λαβρεύει, δειλαίνει (?) H.; cf. λαφύσσω a.o. (Debrunner IF 21, 244).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Of old connected with λαβεῖν, λάζομαι (improbable). Diff. suggestion by Schulze KZ 42, 233 (= Kl. Schr. 372): to Lat. rabies with old dissimilation (Schwyzer 258) like ἄκρος: aciēs, μακρός, macer: maciēs etc. The dissimilation would have to be older than the proth. vowel before ρ-; (improbable); cf. Bq s. v. Fur. compares λαμυρός `gluttonous' (208), λαφύσσω `swallow' (177), λαῦρος f.l. for λάβρος (242); uncertain. If λαβραξ is typical, it seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,66-67Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάβρος
См. также в других словарях:
λαβρότης — λαβρότης, ητος, ἡ (Α) [λάβρος] αδηφαγία, λαιμαργία («ὠνομάσθη δ ὁ ἰχθύς παρὰ τὴν λαβρότητα», Αθήν.) … Dictionary of Greek
λαβρότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρότητα — λαβρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρότητος — λαβρότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek
λαβρώνιον — λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM) είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ , ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει… … Dictionary of Greek