Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαβροσύνᾳ

См. также в других словарях:

  • λαβροσύνα — λαβροσύνᾱ , λαβροσύνη violence fem nom/voc/acc dual λαβροσύνᾱ , λαβροσύνη violence fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροσύνᾳ — λαβροσύναι , λαβροσύνη violence fem nom/voc pl λαβροσύνᾱͅ , λαβροσύνη violence fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροσυνάων — λαβροσυνά̱ων , λαβροσύνη violence fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροσύνη — λαβροσύνη, δωρ. τ. λαβροσύνα, ἡ (Α) [λάβρος] 1. αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία 2. θρασύτητα, προπέτεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»