-
1 λαβροσύνα
λαβροσύνᾱ, λαβροσύνηviolence: fem nom /voc /acc dualλαβροσύνᾱ, λαβροσύνηviolence: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————λαβροσύναι, λαβροσύνηviolence: fem nom /voc plλαβροσύνᾱͅ, λαβροσύνηviolence: fem dat sg (doric aeolic) -
2 λαβροσύνᾳ
Βλ. λ. λαβροσύνα -
3 λαβροσυνάων
λαβροσυνά̱ων, λαβροσύνηviolence: fem gen pl (epic aeolic) -
4 λαβροσυνη
дор. λαβροσύνα ἥ тж. pl. невоздержность, жадность Anth.
См. также в других словарях:
λαβροσύνα — λαβροσύνᾱ , λαβροσύνη violence fem nom/voc/acc dual λαβροσύνᾱ , λαβροσύνη violence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβροσύνᾳ — λαβροσύναι , λαβροσύνη violence fem nom/voc pl λαβροσύνᾱͅ , λαβροσύνη violence fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβροσυνάων — λαβροσυνά̱ων , λαβροσύνη violence fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβροσύνη — λαβροσύνη, δωρ. τ. λαβροσύνα, ἡ (Α) [λάβρος] 1. αδηφαγία, απληστία, λαιμαργία 2. θρασύτητα, προπέτεια … Dictionary of Greek