Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαίλαπας

  • 1 λαίλαπας

    λαί̱λαπας, λαῖλαψ
    furious storm: fem acc pl

    Morphologia Graeca > λαίλαπας

  • 2 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

  • 3 ἐπόρνυμι

    ἐπόρνῡμι and [suff] ἐπορθρ-ύω, [tense] aor. 1 -ῶρσα, poet. Verb,
    A stir up, arouse, excite, ὅς μοι ἐπῶρσε μένος who called up my might, Il.20.93.
    2 rouse and send against,

    ἄγρει μάν οἱ ἔπορσον Ἀθηναιην 5.765

    , cf. Od.21.100, E.Cyc.12 : c. inf.,

    οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Il.7.42

    ; also of things,

    τὴν [ὀϊζύν] μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων Od.7.271

    ;

    οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Il.15.613

    ;

    ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od.5.109

    ; τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε sent sleep upon her, Od.22.429, cf. Il.12.252 (tm.);

    λαίλαπας Cerc.5.9

    .
    II [voice] Pass., [full] ἐπόρνῠμαι, with [tense] pf. ἐπόρωρα, later [ per.] 3sg. ἐπώρορε Pancr.Oxy.1085.15: [ per.] 3sg.[dialect] Ep.[tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπῶρτο:—rise against, fly upon one, c. dat.,

    ἦ καὶ ἐπῶρτ' Ἀχιλῆϊ Il.21.324

    : abs.,

    ἐπὶ δ' ὄρνυτο δῖος Ἐπειός 23.689

    , cf. 759, Euph.23 : c. acc. cogn.,

    τόνδ' ἐπόρνυται στόλον A.Supp. 187

    ; of things, c. inf.,

    ὦρτο δ' ἐπὶ..οὖρος ἀήμεναι Od.3.176

    ;

    ἐπὶ δίψος ὄρωρεν Nic.Th. 774

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπόρνυμι

См. также в других словарях:

  • λαίλαπας — λαίλαπας, ὁ (Μ) βλ. λαίλαπα …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπας — λαί̱λαπας , λαῖλαψ furious storm fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίπος — ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ) το κομμάτι τού ξύλου τής ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό αρχ. 1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει 2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική 3. το πιεστήριο τού… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • Άνεμοι — Μυθολογικά πρόσωπα. Πρόκειται για τερατόμορφες προσωποποιήσεις των στοιχείων της φύσης, που προκαλούν τρόμο στους ανθρώπους, ή ήρεμες και ευεργετικές θεότητες (κανονικοί άνεμοι). Οι πρώτοι αντιπροσωπεύονται από τα τέρατα Τυφάωνα ή Τυφωέα, Έχιδνα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»