-
1 λιστρίον
λιστρίον, τό (λίστριον ist falscher Accent), dim. von λίστρον, nach B. A. 51 ὅμοιον πτύῳ στρογγύλῳ, was die Späteren κοχλιάριον nennen, Löffel, Poll. 6, 89.
-
2 λίσγος
См. также в других словарях:
λίστρον — tool for levelling neut nom/voc/acc sg λίστρος tool for levelling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίστρα — λίστρον tool for levelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίστροις — λίστρον tool for levelling neut dat pl λίστρος tool for levelling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίστροισι — λίστρον tool for levelling neut dat pl (epic ionic aeolic) λίστρος tool for levelling masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίστροισιν — λίστρον tool for levelling neut dat pl (epic ionic aeolic) λίστρος tool for levelling masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίστρων — λίστρον tool for levelling neut gen pl λίστρος tool for levelling masc gen pl λιστρόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λιστρόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… … Dictionary of Greek
λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… … Dictionary of Greek
λίστρο — το (Α λίστρον) νεοελλ. κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών αρχ. σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. τρον (πρβλ. άρο τρον, ζεύσ τρον), πιθ. < *λίτ τρον… … Dictionary of Greek
λίστρος — λίστρος, ὁ (Α) το λίστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λίστρον (το), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
λίσχρος — λίσχρος, ὁ (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «λίσχρος φειδωλός» 2. στον πληθ. οἱ λίσχροι φυτά τα οποία αναστρέφονται με το άροτρο από τους γεωργούς μέσα στη γη για να κάνουν το χώμα πλουσιότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. με τη δεύτερη σημασία του… … Dictionary of Greek