-
1 λίγδα
-
2 λίγδα
-
3 λίγδα
[лигда] ουσ. Θ. жир, жирное пятно,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίγδα
-
4 λίγδα
[лигда] ουσ θ жир, жирное пятно. -
5 λίγδην
Grammatical information: adv.Meaning: `superficially touching, grazing' (χ 278), ἐπιλίγδην `id.' (P 599), cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 141.Derivatives: λίγδος m. `mortar' (Nic., also S. Fr. 35?), `earthenware form, funnel, clay mould v. t.' (Poll., Ael. Dion., H.), `lye' (Eust.), λίγδα ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία H. - Denomin. verb λιγδεύει ἀπηθεῖ H.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: With λίγδα cf. ἄρδᾰ, ἔπιβδᾰ and Solmsen Wortforsch. 269. The suffixal agreement between the adv. λίγ-δην and the subst. λίγ-δος, - δα is not accidental (cf. Chantraine Form. 360); priority is of the adverb. Note further the phonetic similarity between λίγδος, of which the semantic connection with λίγδην is not immediately clear ("Reibstein [rubbing stone]" Prellwitz), and the synonymous ἴγδις, s. v. - As basis Eust. 1926, 37 assumes a further unattested verb λίζω (formed ad hoc? (" ὡς ἀπὸ τοῦ λίζειν, λέξεως ὠνοματοπεποιημένης"); from Celtic and Germanic a verb is adduced with the original meaning `smear, glide etc.': OIr. ( fo)sligim `smear', also `beat' (from *'brush'), OHG slīhhan ' schlei-chen' (= `go gliding'); further several nouns, e.g. OIr. slige `comb', OWNo. slīkr `smooth', slīkisteinn `rubbing stone'; also from Slavic, e.g. Russ. slízkij `slippery, slimy'. - More forms in WP. 2, 390f., Pok. 663f., W.-Hofmann s. līma, Vasmer Wb. 2, 661. Cf. λισσός.Page in Frisk: 2,121Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίγδην
-
6 λίγδος
λίγδος, ὁ, auch λίγδα, vgl. ἴγδη, Mörser, Reibstein, Nic. Th. 689. 618. – Durchschlag u. eine durchlöcherte Form der Metallgießer u. Töpfer, VLL. – Auch eine durchlöcherte Thonform, in welche das wächserne Modell gesetzt wird, nach welchem eine hohle Statue von Erz gegossen werden soll, Poll. 10, 189; Eust. 1926, 53.
-
7 масляный
маслян||ыйприл1. λαδωμένος, λιγδω-μένος, λεκιασμένος:\масляныйое пятно́ ἡ λίγδα, ἡ λιγδιά·2. жив. ἐλαιώδης:\масляныйая краска ἡ ἐλαιοβαφή, ἡ λαδομπογιά·3. хим. ἐλαιώδης, βουτυρώδης, βουτυρικός, λιπώδης:\масляныйая кислота τό βουτυρικόν ὁξύ- -
8 пятно
пятнос прям., перен ἡ κηλίδα [-ίς], τό στίγμα, ἡ μουτζαλιά/ ὁ λεκές (тк. прям.):жировое \пятно ἡ λιγδιά, ἡ λίγδα· чернильное \пятно ἡ μελανιά· родимое \пятно ἡ ἐλιά, ὁ σπίλος· \пятно позора, позорное \пятно τό στίγμα, ἡ καταισχύνη· в пятнах λεκιασμένος, κηλιδωμένος· выводить пятна βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω· ◊ и на солнце бывают пятна погов. κι ὁ ήλιος δχει κηλίδες. -
9 γεμάτος
η, ο[ν]1) полный, наполненный (тж. перен.); преисполненный;γεμάτος ως τα χείλη ( — или ως απάνω) — полный до краёв;
γεμάτος λίγδα (σκόνη) — покрытый жирными пятнами (пылью);
γεμάτος περηφάνεια (χαρά) — преисполненный гордости (радости);
2) налитой (о колосе);3) заряженный (о ружье); 4) полный; толстый; грузный (о человеке);γεμάτа μάγουλα — толстые щёки;
5) плотный, толстый (о материи и т. п.);6) раздутый, надутый (о парусах);πάω με γεμάτα πανιά — идти полным ветром;
§ γεμάτο φεγγάρι — полнолуние;
γεμάτος λεφτά — у него карманы набиты деньгами
-
10 grease
[ɡri:s] 1. noun1) (soft, thick, animal fat.) λίγδα2) (any thick, oily substance: She put grease on the squeaking hinge.) γράσο2. verb(to put grease on, over or in: The mechanic greased the car's axle.) γρασάρω, λαδώνω- greasy- greasiness -
11 пятно
-а, πλθ. пятна-тен, -тнам ου δ.1. στίγμα• σημάδι4. лицо в красных -ах πρόσωπο με κόκκινα στίγματα. || κηλίδα, λεκές•пятно на скатерти от вина λεκές στο τραπεζομάντηλο από το κρασί•
чернильное пятно λεκές από μελάνη, μελανιά•
жировое пятно η λίγδα, λιγδιά•
выводить -а βγάζω τους λεκέδες, ξελεκιάζω.
2. μτφ. ηθικό ρύπος, καταισχύνη, στίγμα•этот поступок будет ему вечным -ом αυτή η πράζηθα του μείνει κηλίδα σ όλη του τη ζωή
солнечные -а οι ηλιακές κηλίδες.
-
12 λίγδος
λίγδος, ὁ, -
13 λιγνύς
λιγνύς, - ύοςGrammatical information: f.Meaning: `thick smoke, murky fire' (A., S., Ar., Arist.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formation in - νυ- (Schwyzer 495, Chantraine, Form. 119), further unknown. Wrongs combinations in Bq, W.-Hofmann s. lignum. Not better Güntert Idg. Ablautprobleme 40 (to λυγαῖος `dark') or Grošelj Ž̌iva Ant. 3. 204, to λίγδα, λίγφην. Fur. 118 compares ἰκνύς `dust, ashes' (wrong 292: beside ἀλισγέω).Page in Frisk: 2,121Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λιγνύς
См. также в других словарях:
λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα … Dictionary of Greek
λίγδα — η 1. λίπος χοιρινό, λαρδί: Αυτό το φαγητό θα γίνει πιο νόστιμο αν το φτιάξεις με λίγδα. 2. κηλίδα από λιπαρή ουσία, λεκές: Το πουκάμισό του ήταν γεμάτο λίγδες. 3. μτφ., άνθρωπος ανήθικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγδώνω — [λίγδα] (μτβ. και αμτβ.) ρυπαίνω ή ρυπαίνομαι με λίγδες, λερώνω, λιγδιάζω … Dictionary of Greek
γλίδα — και λίγδα, η 1. κηλίδα από λίπος ή λιπαρή ουσία 2. ακαθαρσία, λέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λίγδα] … Dictionary of Greek
πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] … Dictionary of Greek
αναλιγδιάζω — 1. (για πορώδη αγγεία που περιέχουν υγρό) σχηματίζω λίγδα, αναδίδω υγρασία στην επιφάνεια 2. γίνομαι νερουλός, αναλιγώνω … Dictionary of Greek
γαριά — η [γάρος] η λίγδα, η βρομιά στα ρούχα … Dictionary of Greek
γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… … Dictionary of Greek
λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής … Dictionary of Greek
λιγδής — και λίγδης, ο, θηλ. λιγδού [λίγδα] λιγδιάρης, βρομιάρης, ρυπαρός … Dictionary of Greek
λιγδίτσα — λιγδίτσα, ἡ (Μ) [λίγδα] λίπος … Dictionary of Greek