-
1 λήκυθοι
λήκυθοςoil-flask: fem nom /voc pl -
2 κοτυλιαῖος
κοτυλιαῖος, so groß wie eine Kotyle, eine Kotyle haltend; Antig. Car. bei Ath. X, 420 a; λήκυϑοι ibd. III, 129 b; vgl. D. L. 2, 139.
-
3 λήκυθος
λήκυθος, ἡ, Oelflasche (dah. die Alten es von ἔλαιον κεύϑειν ableiten); δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύϑῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od. 6, 79; Ar. Av. 1588; Plat. Charm. 161 e; Arist. eth. 4, 5 u. Sp. Auch eine Flasche, in der man Farbe, Schminke, Salben u. vgl. aufbewahrte, αἱ δὲ λήκυϑοι μύρου γέμουσι, Ar. Plut. 810 Eccl. 1101; μυρηρά, Ath. IV, 129 a; vgl. Poll. 6, 105. 10, 119. – Uebertr. Rednerschmuck, -schminke, Gemeinplätze, womit die Redner ihre Reden ausstaffiren, Cic. Att. 1, 14 u. öfter, wie ampulla. – Nach Schol. Plat. Hipp. min. p. 334 u. Hesych. τὸ μεταξὺ τοῦ λαυκανίου καὶ αὐχένος ἠχῶδες, Gurgel, eigtl. der vorragende Theil der Luftröhre, Adamsapfel.
-
4 αὐτοχειλής
αὐτο-χειλής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοχειλής
-
5 κοτυλιαῖος
A holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written [suff] κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτυλιαῖος
-
6 λήκυθος
A oil-flask, , cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, cosmetics, etc., S.Fr. 130;αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl. 810
, cf. Fr. 207; buried or burnt with the dead, Id.Ec. 538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k.2 in pl., rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λήκυθος
-
7 λήκυθος
Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 2)Meaning: `oil-, parfumbottle with handle' (Od.), also metaph. rhetorical bombast' (Cic., Plin.; = Lat. ampulla).Dialectal forms: Epid. λάκυθος (IVa)Compounds: Few compp., e.g. αὑτο-λήκυθος `who carries (for poverty) his own oilcasket' = `poor man, beggar' (Att.).Derivatives: Diminutivum ληκύθιον (Att.), ληκυθιάδες ἐνώτια ποιά (H.), ληκυτίαι pl. = λήκυθοι (pap.). - Denomin. verb ληκυθίζω `give a dump, hollow sound (as from a bottle with a small neck), speak deep in the throat' (Call., Str., Phryn., Poll.) with ληκυθ-ιστής `who recited with hollow voice, κοιλόφωνος'(S. Fr. 1063, H.), - ισμός `hollow, dump speaking' (Plu.); also as backformation λήκυθος τὸ μεταξὺ τοῦ λαυκανίου καὶ αὑχένος ἠχῶδες (Clearch.); cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 35 n. 12, Bill ClassPhil. 36, 46ff.; extensive Quincey Class Quart. 43, 32ff. with diff. interpretation and discussion.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Cultural word (cf. Schwyzer 61, Hermann Glotta 13, 152); also GN Λήκυθος (Macedonia). Wrong IE etymologies in Bq and v. Blumenthal Gnomon 10, 526. Connection with OCS lakъtь, Russ. lákotь `pot' is doubtful, s. Vasmer Wb. s. v. (see Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50). On λήκυθος in gen. L. J. Elferink, Lekythos. Archäologische, sprachliche und religionsgeschichtliche Untersuchungen. Amsterdam 1934 (in linguistical aspects contestable). - Fur. 121 connects λάγῡνος, λάγιον `beaker, vase'.Page in Frisk: 2,116Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λήκυθος
См. также в других словарях:
λήκυθοι — λήκυθος oil flask fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
Αχιλλέα, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατική ονομασία αγνώστου αττικού αγγειογράφου, από τους σημαντικότερους του ερυθρόμορφου ρυθμού. Ονομάστηκε έτσι από ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, την παράσταση του Αχιλλέα και της Βρισηίδας σε θαυμάσιο αμφορέα, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Βαρλάμος, Γιώργος — (Πάρος 1922 –). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ και δάσκαλός του ήταν ο Γιάννης Κεφαλληνός, με τον οποίο έζησε συνολικά 14 χρόνια ως συνεργάτης. Στη δεκαετία του 1950 σπούδασε με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (χαρακτική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek