-
21 ποτνια
Iadj. f1) могущественная, великая(Ἥρα Aesch.; Καλυψώ Hom.; Μοῖσα Pind.; π. νύξ, π. μοῖρα καὴ τύχη Eur.)
2) глубокопочитаемая, высокочтимая(μήτηρ Hom.)
IIἥ (ион. gen. pl. ποτνιέων) владычица, повелительница, госпожаπ. θηρῶν Hom. = Ἄρτεμις;
ἐρώτων π. Eur. = Ἀφροδίτη;πότνιαι δεινῶπες Soph. = Ἐρινύες;εὔφρονες πότνιαι Arph. = Δημήτηρ καὴ Κόρη -
22 υπνος
ὅ ( в поэзии иногда ῠ)1) сонὕπνον λαβεῖν Plat., ὕπνου τυχεῖν Arph., (ἐν) ὕπνῳ πίπτειν Pind., Aesch., εἰς ὕπνον πεσεῖν Soph., ὕπνῳ νικᾶσθαι или κρατεῖσθαι Aesch. — впасть в сон, заснуть;
μικρὸν ὕπνου λαχεῖν Xen. — немножко вздремнуть;ἐν ὕπνῳ, ἐν τοῖς ὕπνοις, καθ΄ (κατὰ τὸν) ὕπνον Plat. — во время сна, во сне;περὴ πρῶτον ὕπνον Thuc. — лишь только заснули, в начале ночи;εἴρια ὕπνῳ μαλακώτερα Theocr. — шерсть мягче сна;χάλκεον ὕπνον κοιμηθῆναι Hom. — заснуть медным, т.е. непробудным сном2) сонливость, сонное состояние(ὕ. καὴ λήθη Dem.)
-
23 παραδίδω
(αόρ. παρέδωσα, παθ. αόρ. παρεδόθην) μετ. см. παραδίνω 1 — 4;§ παραδίδω εις την δικαιοσύνη ν — передавать в руки правосудия;
παραδίδω εις το πύρ — предавать огню;
παραδίδω τό πνεύμα — испускать дух;
παραδίδω στην λήθη — предавать забвению;
1) — сдаваться, капитулировать;παραδδομαι
2) предаваться (чему-л.);3) отдаваться (о женщине); 4) τριτοπρόσ.:παραδδεται από γενεά εις γενεάν — передаётся из поколения в поколение;
§ -
24 3024
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3024
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) λῆθος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῆθος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήθῃ — Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… … Dictionary of Greek
λήθη — η το να ξεχνάει κανείς, η λησμονιά: Έριξε στη λήθη όλα όσα τον βασάνιζαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λήθῃ — λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd sg λανθάνω escape notice pres subj act 3rd sg λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθηι — λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj act 3rd sg λήθῃ , λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήθηι — Λήθῃ , Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Лета — (Λήθη = забвение): 1) дочь Эриды, мать харит. 2) Источник и река Забвения в подземном царстве. По прибытии в подземное царство умершие пили из этой реки и получали забвение всего прошедшего; наоборот, те, которые появлялись обратно на землю,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λᾶθαι — λήθη forgetting fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λῆθαι — Λήθη forgetting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)