Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λέγομαι

  • 1 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 2 именовать

    ονομάζω
    -ся ονομάζομαι, λέγομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > именовать

  • 3 назвать

    назвать ονομάζω, αποκαλώ \назваться ονομάζομαι, λέγομαι
    * * *
    ονομάζω, αποκαλώ

    Русско-греческий словарь > назвать

  • 4 назваться

    ονομάζομαι, λέγομαι

    Русско-греческий словарь > назваться

  • 5 называться

    ονομάζομαι, λέγομαι

    как называ́тьсяется э́та пло́щадь? — πώς ονομάζεται αυτή η πλατεία

    ••

    так называ́тьсяемый — ο λεγόμενος…

    Русско-греческий словарь > называться

  • 6 зваться

    зваться
    несов ὁνομάζομαι, λέγομαι.

    Русско-новогреческий словарь > зваться

  • 7 именоваться

    имен||оваться
    ὁνομάζομαι, λέγομαι, καλοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > именоваться

  • 8 называться

    называться I
    несов ὁνομάζομαι, κα-λοῦμαι, λέγομαι:
    \называться инженером ὁνομάζομαι μηχανικός.
    называться II
    несов (напрашиваться) разг κάνω νά μέ προσκαλέσουν.

    Русско-новогреческий словарь > называться

  • 9 звать

    зову, зовшь, παρλθ. χρ. звал, -ла, звало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. званный, βρ: зван, звана, звано
    ρ.δ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω•

    -на помощь καλώ σε βοήθεια.

    || προσκαλώ•

    звать к себе в гости προσκαλώ στο σπίτι μου σαν φιλοξενούμενο•

    звать на свадьбу καλώ στο γάμο.

    2. ονομάζω, ονοματίζω•

    его зовут аристократом τον φωνάζουν αριστοκράτη.

    || απρόσ. как вас зовут? πως σας λένε;•

    меня зовут александр με λένε Αλέξανδρο.

    ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > звать

  • 10 именовать

    ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. именованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. ονομάζω, αποκαλώ, λέγω, ονοματίζω, βγάζω το όνομα•

    те, которых -нуют философами αυτοί, τους οποίους τους λένε φιλόσοφους.

    ονομάζομαι, αποκαλούμαι, λέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > именовать

  • 11 молвить

    -влю, -влишь
    ρ.δ.κ.σ. παλ. λέγω, προφέρω.
    λέγομαι, προφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > молвить

  • 12 назвать

    -зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. назвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. названный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ονομάζω, δίνω το όνομα, ονοματίζω, καλώ, λέγω, βγάζω το όνομα• χαρακτηρίζω, λέγω•

    назвать кого дураком λέγω κάποιον βλάκα.

    2. φωνάζω•

    назвать кого по имени φωνάζω κάποιον στο όνομα.

    || κατονομάζω. || τιτλοφορώ.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, λέγω, ομολογώ•

    не -ал их фамилии δεν αποκάλυψε τα επώνυμάτά τους.

    ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. назвать 1)
    προσκαλώ•

    назвать гостей προσκαλώ πολλούς φιλοξενουμένους.

    προσκαλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > назвать

  • 13 поговаривать

    ρ.δ.
    επαναλέγω, ξαναλέγω, ε-παναλαβαίνω τα ίδια. || (συνήθως ως απρόσ.) λέγομαι, φημολογούμαι, διαδίδομαι, κοινολογούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > поговаривать

  • 14 подсказывать

    ρ.δ.
    βλ. подсказать.
    λέγομαι κρυφά, σφυριζομαι. || υπαγορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подсказывать

  • 15 сказывать

    ρ.δ. παλ.
    1. λέγω, μιλώ.
    2. διηγούμαι, αφηγούμαι, ιστορώ.
    1. βλ. сказаться.
    2. (σε 3ο πρόσωπο)• λέγεται.
    3. ιστορούμαι, λέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сказывать

  • 16 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

См. также в других словарях:

  • λέγομαι — λέγομαι, ειπώθηκα και λέχθηκα, ειπωμένος βλ. πίν. 175 (και ως απρόσ. λέγεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λέγομαι — λέγω 1 lay pres ind mp 1st sg λέγω 2 pick up pres ind mp 1st sg λέγω 3 lay pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Legen — Lêgen, verb. reg. act. welches von dem Bey und Nebenworte leg, niedrig, abstammet, und eigentlich niedrig machen bedeutet, da es denn das Activum von dem Neutro liegen ist. Da nun ein Körper unter andern auch niedriger gemacht wird, wenn man… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • επιμυθεύομαι — ἐπιμυθεύομαι (Α) διαδίδομαι ως πλαστή διήγηση ἡ φήμη που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα («τά δ’ ἐπιμυθευόμενα πέπλασται μᾱλλον ὑπὸ τῶν γυναικῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυθεύομαι «λέγομαι» (< μύθος)] …   Dictionary of Greek

  • κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κοντολεγόμενος — κοντολεγόμενος, ένη, ον (Μ) σύντομος, περιληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + λεγόμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. λέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… …   Dictionary of Greek

  • προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …   Dictionary of Greek

  • προσρίπτω — ΜΑ, και προσριπτῶ, έω, Α ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον ή πάνω σε κάτι ή ρίχνω κάτι προς μία κατεύθυνση («προσέρριψε τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον διὰ τὴν ὀργήν», Σχόλ. Ιλ.) μσν. παθ. προσρίπτομαι προστίθεμαι αρχ. 1. επιρρίπτω, προσάπτω σε κάποιον κάτι («ὄνειδος …   Dictionary of Greek

  • τερατολογώ — τερατολογῶ, έω, ΝΑ [τερατολόγος] νεοελλ. λέω τερατολογίες αρχ. 1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.) 2. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»