-
1 λάχει
λάχοςallotted portion: neut nom /voc /acc dual (attic epic)λάχεϊ, λάχοςallotted portion: neut dat sg (epic ionic)λάχοςallotted portion: neut dat sg -
2 λάχε'
λάχεα, λάχειαfem nom /voc sg (epic ionic)λάχεαι, λάχειαfem nom /voc pl (epic ionic)λάχεα, λάχοςallotted portion: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)λάχει, λάχοςallotted portion: neut nom /voc /acc dual (attic epic)λάχεϊ, λάχοςallotted portion: neut dat sg (epic ionic)λάχει, λάχοςallotted portion: neut dat sgλάχεε, λάχοςallotted portion: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)λάχεο, λαγχάνωobtain by lot: aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)λάχεο, λαγχάνωobtain by lot: aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
3 λαχαίνω
(αόρ. έλαχα) μετ.1) встречать;λαχαίνω κάποιον στο δρόμο — встречать кого-л. на улице;
2) απρόσ. случайно достаётся, выпадает на долю;μούλαχε στη λοταρία ένα δαχτυλίδι я выиграл в лотерею кольцо; 3) απρόσ. случается, доводится; μην έλαχε να δείς τον αδερφό μου; не довелось ли тебе встречать моего брата?, ты, случайно, не видел моего брата?; άν λάχει ευκαιρία если представится удобный случай; όπως λάχει как попало, как придётся -
4 ΛΆΧος
ΛΆΧος, τό, Loos, Schicksal; ῥηϊδίως φέρειν ἀμφοτέρων τὸ λάχος Theogn. 592; μόριμον λάχος πιμπλάντων χεροῖν Aesch. Ch. 356, vgl. Eum. 5 ( ἐν τρίτῳ λάχει, sonst immer nur im nom. u. accus.). 310, γιγνομέναισι λάχη τάδ' ἐφ' ἁμὶν ἐκράνϑη 347; vgl. noch Soph. Ant. 1288, wo es conj. für λέχος ist; der durch das Loos bestimmte Antheil, ἔστι σοὶ μὲν τῶν λάχος Pind. N. 10, 85, ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου Ol. 7, 58; τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα Aesch. Eum. 378; auch in Prosa, παρεῖχε δὲ ἡ ϑεὸς τοῖς σκηνῶσιν τῶν ϑυομένων λάχος Xen. An. 5, 3, 9; Sp., wie Alciphr. 3, 29; – νυκτὸς ὅτε τρίτατον λάχος ἵσταται, der Theil, Mosch. 2, 2; Ap. Rh. 3, 1340.
-
5 λαχος
1) удел, судьба(κλεινόν Soph.)
2) часть, доля(τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων Aesch.)
3) часть, отряд(τὸ τοῦ στρατηγοῦ λ. Xen.)
4) смена, очередь(ἐν τῷ τρίτῳ λάχει Aesch.)
-
6 λαγχάνω
λαγχάνω (aor. ἔλᾰχον, ἔλᾰχες, (ἔ)λᾰχε, ἐλᾰχομεν, λᾰχετε, λᾰχον; λᾰχών, -όντ- (α), -όντες, -οῖσα, -οῖσαι: pf. λέλογχας, λέλογχε(ν).)a have alloted to one, win as one's own c. acc. υἱόν· ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία schema pindaricum O. 9.15τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.61
ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (sc. Ῥαδάμανθυς) P. 2.74ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ P. 5.96
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88
τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (Bergk e Σ: ἔλαβες codd.) N. 3.31ἄνευ σέθεν οὐ φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
φυᾷ δἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
παῖ Ῥέας ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v. l. λαχοῦσαι: sc. dryad nymph.) fr. 165. Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι, τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (sc. στεφάνους) N. 10.27 c. dupl. acc., ( Ἡρακλέα)ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.70
c. acc. & inf. expl.,λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (sc. Χρομίος: v. Radt, Mnem., 1966, 154ff.) N. 1.24 met.,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον O. 10.88
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
b c. gen.Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι Χάριτες O. 14.2
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
<οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, οὐ στασίων> (supp. et add. e cod. Plutarchi et Σ Π Blass) Πα... ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (sc. θεοί: λάχει v. l. in codd. Dion. Hal., unde λαχεῖν coni. Usener) fr. 75. 6.c frag. ] λάχον κ[ fr. 140a. 76 (50).
См. также в других словарях:
λάχει — λάχος allotted portion neut nom/voc/acc dual (attic epic) λάχεϊ , λάχος allotted portion neut dat sg (epic ionic) λάχος allotted portion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχε' — λάχεα , λάχεια fem nom/voc sg (epic ionic) λάχεαι , λάχεια fem nom/voc pl (epic ionic) λάχεα , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λάχει , λάχος allotted portion neut nom/voc/acc dual (attic epic) λάχεϊ , λάχος allotted… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
БУЛЕ — • Βουλή, совет. Уже у Гомера мы видим противоположение совета знатных и князей общему собранию войска (Il. 2). В аристократических государствах главы знатных фамилий, призванные к тому по выбору или по рождению, образовали совет, в… … Реальный словарь классических древностей
КИАМЫ — • Κύαμοι, бобы, употреблялись в Афинах при выборах в должности посредством жребиев. При этих выборах обыкновенно ставились две урны: в одну опускались таблички (πινάκια) с именами кандидатов; чье имя и известного цвета боб… … Реальный словарь классических древностей
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
βλάχος — ο 1. ορεσίβιος, νομάς ποιμένας: Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει. 2. άξεστος, απολίτιστος, χωριάτης χωρίς τρόπους, μπαστουνόβλαχος: Είναι εντελώς βλάχος στους τρόπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχαίνω — έλαχα 1. συναντώ, αποκτώ κάτι τυχαία: Μου έλαχε μια κληρονομιά. 2. απρόσ., συμβαίνει κάτι τυχαία: Του έλαχε μεγάλη συμφορά. 3. φρ., «Μεις οι βλάχοι όπως λάχει», είμαστε ολιγαρκείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)