Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λάμας

См. также в других словарях:

  • Λάμας — Λάμᾱς , Λάμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμας — ο βλ. λάμα (ΙΙ) …   Dictionary of Greek

  • Σααβέδρα Λάμας, Κάρολος — (Saavedra). Αργεντινός πολιτικός (1878 1959). Διατέλεσε καθηγητής της Κοινωνιολογίας. Την περίοδο 1932 38, ως υπουργός των Εξωτερικών, διεύθυνε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Αργεντινής, Παραγουάης, Ουρουγουάης, Χιλής, Βραζιλίας και Μεξικού με σκοπό …   Dictionary of Greek

  • Λάμα — Λάμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… …   Dictionary of Greek

  • λάμα — I Βουδιστές ιερείς. Βλ. λ. λαμαϊσμός· Δαλάι Λάμα. II Ποταμός της Ρωσίας, στις περιοχές Μόσχα και Καλίνιν. Βλ. λ. Μόσκοβας. * * * (I) η μικρή, λεπτή μετάλλινη πλάκα κοπτικού εργαλείου («λάμα μαχαιριού») 2. μικρό ξυραφάκι, λεπίδα που τοποθετείται… …   Dictionary of Greek

  • αλπάκα — η Ζωολ. προβατοκάμηλος, εξημερωμένη φυλή τού γουανάκου και συγγενική τής λάμας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. ισπαν. alpaca < λ. τών Quechua (ενός ινδιάνικου λαού τού Περού) alpaco < paco «κοκκινωπός καφέ»] …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… …   Dictionary of Greek

  • χαμανισμός — Ονομάζεται έτσι η τέχνη και η θρησκεία των Χαμάνων, δηλαδή των μάγων, μάντεων και γοήτων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ευπιστία των λαών της κεντρικής και ανατολικής Ασίας, Μογγόλων, Μαντζού, Οστιάκων και Τσουβάσων. Ο χ., πολλές φορές, συγχέεται …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»