-
1 λάληθρος
λάληθρος, ον, geschwätzig; ϑῆλυ γένος Ep. ad. 33 (XII, 136); κίσσα Lycophr. 1319; B. A. 50 erkl. λάλος καὶ διὰ τοῦ λαλεῖν κακουργῶν.
-
2 λαληθρος
-
3 λάληθρος
λάληθρος, ον, geschwätzig -
4 λάληθρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάληθρος
-
5 λάληθρον
λάληθροςtalkative: masc /fem acc sgλάληθροςtalkative: neut nom /voc /acc sg -
6 λαλέω
Grammatical information: v.Meaning: `talk, chat, prattle' (Att.), ` speak' (Arist., hell.), NGr. also ` drive' of cattle etc., prop. ` induce to go'.Other forms: aor. λαλῆσαι.Derivatives: As backformations: 1. λάλος ` chattering' (Att.) with λαλίσ-τερος, - τατος (Leumann Mus. Helv. 2, 11), also κατάλαλος from κατα-λαλέω; poet. transformations λαλιός, λαλοεις `id.' (AP); 2. λάλη f. ` chatter' ( Com. Adesp., Luc.). - Further: 1. λαλιά (also with κατα-, συν- from κατα-λαλέω) `chatter, talk' (Att., hell.), or connected with λάλος (cf. Scheller Oxytonierung 80f., Schwyzer 469). 2. λάλημα, λάλησις `id.' (Att.). 3. λαλητός ` able to speak' (LXX), περιλάλητος ` much discussed' (Agath.); λαλητικός `chattering' (Ar.). 4. λαλητρίς f. ` chattr-ess' (AP), λάληθρος ` tweddler' (Lyc., AP; cf. στωμύληθρος and Chantraine Form. 372f.). - 5. With γ-suffix (cf. σμαραγέω, οἰμώζω, - ωγή etc.; Schwyzer 496, Chantraine 401): λαλαγέω of unarticulated sounds `babble, chirrup, chirp' (Pi., Theoc., AP), also λαλάζω, - άξαι `id.' (Anacr., H.); here λαλαγ-ή, - ημα, - ητής (Opp., AP, H.); λάλαγες χλωροὶ βάτραχοι... οἱ δε ὀρνέου εἶδός φασι H. - Also with geminate: λάλλαι pl. f. `pebbles' (Theoc., H., EM).Etymology: Ending as in σμαραγέω, κελαδέω, βομβέω and other sound-verbs (cf. Schwyzer 726 n. 5). - Onomatopoetic elementary creation like e. g. Lat. lallāre, Lith. lalúoti 'Germ. lallen'; WP. 2, 376, Pok. 650, W.-Hofmann s. lallō, Fraenkel Lit. et. Wb. s. lalė́ti.Page in Frisk: 2,76-77Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαλέω
См. также в других словарях:
λάληθρος — λάληθρος, ον (Α) λάλος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα θρος (πρβλ. στρωμύλη θρος)] … Dictionary of Greek
λάληθρον — λάληθρος talkative masc/fem acc sg λάληθρος talkative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek