-
1 λάβραξ
λάβραξ, ᾱκος, ὁ, der Meerwolf, ein gefräßiger ( λάβρος) u. räuberischer Fisch, Arist. H. A. 1, 5. 8, 2; Opp. Hal. 2, 130; vgl. Ath. VII, 310 e ff. u. Ael. H. A. 1, 10; sprichwörtlich λάβρακες Μιλήσιοι (Paroemiogr. App. 3, 57, ἐπὶ τῶν λαιμαργῶν), Ar. Equ. 361, Luc. u. A.
-
2 λαβραξ
- ᾱκος ὅ предполож. морской окунь ( Labrax lupus или Sebastes marinus) Arph., Arst., Plut. -
3 λάβραξ
A Labrax lupus, the bass, Alc.107, Eup.150 (pl.), Diph.66.10, Arist.HA 567a19, 591a11, Ptol.Euerg.1 J.;ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος Ar.Fr. 595
; λάβρακες Μιλήσιοι, prov. of greedy persons, Apostol.10.38, cf. Ar.Eq. 361. -
4 λάβραξ
-
5 λάβραξ
λάβρᾱξ, λάβραξLabrax lupus: masc nom /voc sg -
6 λάβρακ'
λάβρᾱκα, λάβραξLabrax lupus: masc acc sgλάβρᾱκι, λάβραξLabrax lupus: masc dat sgλάβρᾱκε, λάβραξLabrax lupus: masc nom /voc /acc dual -
7 λαβράκιον
-
8 λαβράκι
το, λάβραξ (-ακος) ο1) морской окунь; 2) перен. пышка, толстушка; 3) хорошая добыча; большая удача, большой успех -
9 λαβράκων
λαβρά̱κων, λάβραξLabrax lupus: masc gen pl -
10 λάβρακα
λάβρᾱκα, λάβραξLabrax lupus: masc acc sg -
11 λάβρακας
λάβρᾱκας, λάβραξLabrax lupus: masc acc pl -
12 λάβρακες
λάβρᾱκες, λάβραξLabrax lupus: masc nom /voc pl -
13 λάβρακι
λάβρᾱκι, λάβραξLabrax lupus: masc dat sg -
14 λάβρακος
λάβρᾱκος, λάβραξLabrax lupus: masc gen sg -
15 θεόπαις
A child of the gods,Ἔρως AP12.56
(Mel.); Βαβυλών Herodic. ap. Ath.5.222a;λάβραξ Archestr.Fr.45.2
;Τύρος AP7.419
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόπαις
-
16 λαβράκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβράκιον
-
17 ἀκαρνάν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαρνάν
-
18 ἀχαρνώς
ἀχαρνώς, -ώGrammatical information: m.Other forms: also ἄχαρνος; ἀχάρνᾱς w. gen. ἀχάρνου Arist. fr. 566. Comparable forms: ἀχάρνα· εῖδος ἰχθύος H., ἀχέρνα (?, cod. -λα)· ἰχθὺς ποιός H.; ἀκαρνάν (Ath.), ἀκάρναξ λάβραξ (`bass') H. -Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Both the group - ρν-, the variation χ\/κ and the ending - ω(ς) prove Pre-Greek origin. - Cf. Thompson Fishes 6f.Page in Frisk: 1,199Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀχαρνώς
-
19 λάβρος
Grammatical information: adj.Meaning: `furious, boisterous, violent, fierce' (Ion. poet., late prose).Compounds: Some compp., e. g. λαβρ-αγόρης `fierce boaster' (Ψ 479; Fraenkel Nom. ag. 2,94f.), κατά-λαβρος `very furious' (Eup. 293; after κατα-λαβεῖν?).Derivatives: Two fish-names: λάβρᾱξ, -ᾱκος m. `bass, Labrax lupus' (Alc., com.; Chantraine Formation 381, Björck Alpha impurum 262, Strömberg Fischnamen 34 f.; Thompson Fishes s. v.) with λαβράκιον (com.); λάβριχος (Böot., IIa); s. Lacroix Mél. Boisacq 2, 51. Abstracts: λαβροσύνη `furiousness, fierce arguing' (AP, Opp.; Wyss - συνη 71), λαβρότης `id.' (Ath.) with λαβροσιάων χορτασμοῦ ἀκόσμου H. Denomin. verbs: 1. λαβρεύομαι `discuss furiously' (Ψ 474 a. 478), prob. after ἀγορεύω (Risch 282 f.; acc. to Debrunner Mus. Helv.2,199 rather after μωμεύω, ἐπι-λωβεύω); 2. λαβρόομαι `rush violently' (Lyc.); 3. λαβράζω = λαβρεύομαι a. λαβρόομαι (Nic., Lyc.) with λαβράκτης = λαβραγόρης (Pratin. Lyr.5); 4. λαβρύσσει λαβρεύει, δειλαίνει (?) H.; cf. λαφύσσω a.o. (Debrunner IF 21, 244).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Of old connected with λαβεῖν, λάζομαι (improbable). Diff. suggestion by Schulze KZ 42, 233 (= Kl. Schr. 372): to Lat. rabies with old dissimilation (Schwyzer 258) like ἄκρος: aciēs, μακρός, macer: maciēs etc. The dissimilation would have to be older than the proth. vowel before ρ-; (improbable); cf. Bq s. v. Fur. compares λαμυρός `gluttonous' (208), λαφύσσω `swallow' (177), λαῦρος f.l. for λάβρος (242); uncertain. If λαβραξ is typical, it seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,66-67Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάβρος
См. также в других словарях:
λάβραξ — ο (AM λάβραξ, Μ και λάβρακας) [λάβρος] το ψάρι λαβράκι («ᾠοτοκοῡσι δὲ πάντες οἱ λεπιδωτοί, οἷον λάβραξ, κεστρεύς, κέφαλος», Αριστοτ.) αρχ. μτφ. (για πρόσ.) αδηφάγος … Dictionary of Greek
λάβραξ — λάβρᾱξ , λάβραξ Labrax lupus masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρακ' — λάβρᾱκα , λάβραξ Labrax lupus masc acc sg λάβρᾱκι , λάβραξ Labrax lupus masc dat sg λάβρᾱκε , λάβραξ Labrax lupus masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβράκι — Είδος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας moronidae, της τάξης των περκομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Morone labrax ή Dicentrarchus labrax. Έχει μέσο μήκος περίπου 1 μ. και ζυγίζει από 9 έως 10 κιλά. Το σώμα του καλύπτεται από μεγάλα,… … Dictionary of Greek
LUPUS — I. LUPUS Cos. cum Maximo, A. U. C. 984. II. LUPUS Dux Seu. Imp. ab Albini militibus victus, de quo vide Casaub. ad Seu. Spartiani. III. LUPUS Ep. Senonensis, qui tantâ erat in pauperes munificentiâ, ut nullum sibi thesaurum relinqueret, sed omnes … Hofmann J. Lexicon universale
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
ακάρναξ — ἀκάρναξ ( ακος), ο (Α) κατά τον Ησύχιο «λάβραξ» (βλ. και ακαρνάν) … Dictionary of Greek
ακαρνάν — ἀκαρνάν ( ᾱνος), ο (Α) είδος ψαριού, πιθανώς το λαβράκι (Αθήν. 8.356b). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να είναι δάνειο από το προελληνικό γλωσσ. υπόστρωμα. Ο τ. ἀκάρναξ τού Ησύχ., αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γραφή των χειρογράφων, οφείλεται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
βώλαξ — βώλαξ, ο (Α) ο βώλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) αξ* (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek
σκίαινα — η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, ίδος, Α νεοελλ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού… … Dictionary of Greek