-
1 πηγός
Aπήγνυμι 11
) well put together, solid, strong,ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους Il.9.124
, cf. Alcm.23.48 ;κύματι πηγῷ Od. 5.388
, 23.235, AP9.143 (Antip.).II white,πλόκος Lyc.336
;ὀστέα Sammelb.4314.5
(Alexandria, iii B. C.);κύνας ἥμισυ πηγούς Call.Dian.90
.2 Hsch. has πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν; and Eust.403.43 explains κῦμα π. as κ. μέλαν, cf. 740.50, 1539.42.
См. также в других словарях:
πηγός — και παγός, ή, όν, Α 1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.) 2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο 3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.) 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός το αλάτι 5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν οἱ μἐν λευκόν … Dictionary of Greek