-
1 κυριακός
A of or for an owner or master, Stud.Pal.22.177.18 (ii A.D.); but usu. of the Roman Emperor, ὁ κ. φίσκος the fiscus, CIG2827 (Aphrod.), Supp.Epigr.2.567 (Caria (?)); κ. ψῆφοι, λόγος, OGI669.13, 18 (Egypt, i A.D.);κ. χρῆμα POxy.474.41
(ii A.D.).II esp. belonging to the Lord (Christ): K. δεῖπνον the Lord's Supper, 1 Ep.Cor.11.20; ἡ K. the Lord's day,Apoc.
1.10; τὸ Κυριακόν (sc. δῶμα) the Lord's house, Edict.Maximiniap.Eus.PE9.10.III Subst. κυριακός, ὁ, spirit invoked in magic, PMag.Par.1.916.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριακός
См. также в других словарях:
χρειακός — και χρεακός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρεία 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρειακοί τα μέλη τού πληρώματος ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεία + κατάλ. ακός (πρβλ. κυρι ακός, πεδι ακός)] … Dictionary of Greek
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek