Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κῠᾰνό-πρῳρος

См. также в других словарях:

  • φοινικόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει πλώρη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. καλλί πρῳρος, κυανό πρωρος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χάλκινη πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. κυανό πρῳρος, ὀξύ πρῳρος] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπρωρος — μελάμπρῳρος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί πρωρος, κυανό πρωρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»