-
1 κυβέρνησις
2 metaph., government, πολίων of cities, Pi.P.10.72 (pl.), cf. 1 Ep.Cor.12.28 (pl.); θεοῦ by a god, Plu.2.162a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβέρνησις
-
2 κυβερνητήρ
A = κυβερνήτης, Od.8.557, etc.: metaph., Pi.P.4.274: as Adj.,κ. χαλινός Opp.C.1.96
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνητήρ
-
3 κυβερνάω
A steer,νῆα κυβερνῆσαι Od.3.283
, cf. Pi.O.12.3 ([voice] Pass.), Pl.Plt. 298e, etc.: abs., act as helmsman,αὐτὸς ἑαυτῷ Ar.Eq. 544
.3 metaph., guide, govern, Pi.P.5.122, Antipho 1.13, Pl.Euthd. 291d, etc.;τὴν δίκην ὀρθῇ γνώμῃ κυβερνᾶτε Herod.2.100
.4 act as pilot, i.e. perform certain rites, in the Ship of Isis, IGRom.1.817 ([place name] Callipolis).II [voice] Med., = [voice] Act.,κυβερνωμένης τῆς διανοίας Arist.Pr. 964b17
;ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Marcellin.Vit. Thuc.49
:—[voice] Pass.,σῇ κυβερνῶμαι χερί S.Aj.35
;μιᾷ γνώμῃ τῇ Κύρου ἐκυβερνᾶτο X.Cyr.8.8.1
;ἡ ἰατρικὴ.. διὰ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Pl.Smp. 187a
, cf. R. 590d, Antiph.40.8, etc.; cf. κυμερῆναι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνάω
-
4 κυβερνήσια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνήσια
-
5 κυβερνήτειρα
κῠβερν-ήτειρα, ἡ, fem. ofAκυβερνητήρ, τύχη AP10.65
(Pall.), cf. Nonn.D.1.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνήτειρα
-
6 κυβερνητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνητέον
-
7 κυβερνητήριος
A = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνητήριος
-
8 κυβερνήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνήτης
-
9 κυβερνητικός
A good at steering, Pl.R. 488d, 488e;νοῦς καὶ ἀρετὴ κ. Id.Alc.1.135a
: [comp] Comp. - ώτερος Id.R. 551c: [comp] Sup. - ώτατος X.Mem.3.3.9: ἡ -κή (sc. τέχνη) pilot's art, Pl.Grg. 511d, cf. lamb.Myst.3.26; c;τὰ -κά Id.Alc.1.119d
. Adv. -κῶς D.Chr.4.25
.2 metaph.,ἡ τῶν ἀνθρώπων -κή Pl.Clit. 408b
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνητικός
-
10 κυβέρνιον
A gubernum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβέρνιον
-
11 κυβερνισμός
κῠβερν-ισμός, ὁ,A = κυβέρνησις Aq.Na.3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνισμός
-
12 κύβερνος
A gubernita, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύβερνος
-
13 κυβερνῆτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνῆτις
См. также в других словарях:
ολοκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση 2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή») 3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμα («ολοκληρωτικός λογισμός» κλάδος τών ανώτερων… … Dictionary of Greek
κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… … Dictionary of Greek
μεταφραστής — ο, θηλ. άστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) [μεταφράζω] 1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής 2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από… … Dictionary of Greek