-
1 κινητικός
A of or for putting in motion, ; νεῦρα motor nerves, Gal.8.208;κ. βηχέων Hp.Aph.5.24
;ἱδρώτων Dsc.5.112
;οὔρων Xenocr.
ap. Orib.2.58.50; ἐξ ἑαυτοῦ μόνον κ. spontaneous, Epicur.Nat.28.7: [comp] Sup. - ώτατος Arist.Mete. 365b30. Adv. -κῶς Procl. in Alc.p.52
C.2 metaph., urging on, exciting,λόγος κ. πρὸς ἀρετήν Aristo Stoic.1.88
;τὸ -ώτατον τῶν ὄχλων Phld.Rh.1.198
S., D.H.Isoc.13: abs., stimulating, X.Oec.10.12;τὸ μέλος κ. φύσει Phld.Mus.p.71
K.; τὸ μήτε ὁρμῆς μήτε ἀφορμῆς -κὸν [ ἀδιάφορον] Stoic.3.28, cf. 40, al.3 turbulent, seditious, Plb.1.9.3, D.S.19.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητικός
См. также в других словарях:
οδαξητικός — ὀδαξητικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί κνησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. ητικός (πρβλ. κιν ητικός)] … Dictionary of Greek