-
1 κιθών
κῐθών, [dialect] Ion. for χιτών, Hdt.1.8, al., also POxy.2149.6 (ii/iii A.D.), etc.:—[var] Dim. [full] κῐθώνιον IG22.1464.13, POxy.2149.20, etc.; [full] κῐθωνίσκος IG22.1523.18. -
2 χιτωνίσκος
A short frock (ὑπὲρ γονάτων X.An.5.4.13
), worn by men, Ar.Av. 946, Lys.10.10, Phld.Ir.p.39W., etc.; with a girdle, Pl.Hp.Mi. 368c;ὥστε με.. θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι D.21.216
, cf. Pl.Hp.Mi. 368c: less freq. of women, shift, D.19.197, IG22.1514.12, al.;σχιστὸς χ. Apollod.Com.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιτωνίσκος
См. также в других словарях:
κιθωνίσκος — κιθωνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. χιτωνίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek
χιτωνίσκος — ο, ΝΜΑ, και κιθωνίσκος Α υποκορ. τ. τού χιτώνας αρχ. 1. είδος στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος 2. εξωτερικό περίβλημα σπυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek