-
1 κιθαρ-αοιδός
κιθαρ-αοιδός, ὁ, = κιϑαρῳδός; Ar. Vesp. 1277 bildet den superl. κιϑαραοιδότατος; s. auch Eupol. beim Schol. dazu.
-
2 κιθαραοιδός
κῐθαρ-ᾰοιδός, ὁ, poet. un[var] contr. form of κιθαρῳδός: [comp] Sup. - ότατος Ar.V. 1278, Eup.293:—late [dialect] Boeot. [full] κιθαραϝυδός IG7.3195.19 (Orchom.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαραοιδός
-
3 κιθαραοιδος
См. также в других словарях:
λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
φιλωδός — όν, Α αυτός που τού αρέσουν οι ωδές («ἀνὴρ φιλῳδός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. κιθαρ ῳδός] … Dictionary of Greek