-
1 κάπος
-
2 κᾶπος
-
3 κᾶπος
1 plot of land, garden γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου the Olympic precinct O. 3.24 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” Libya, as the land of Zeus Ammon P. 9.53τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον P. 5.24
met., of poetry,ἐξαίρετον Χαρίτων νέμοναι κᾶπον O. 9.27
-
4 κάπος
κάποςbreath: masc nom sg -
5 κάπος
κάπος, ὁ, -
6 κᾶπος
-
7 κάπω
κάποςbreath: masc nom /voc /acc dualκάποςbreath: masc gen sg (doric aeolic)κά̱πω, κᾶποςmasc nom /voc /acc dualκά̱πω, κᾶποςmasc gen sg (doric aeolic)κά̱πω, κῆποςnisnas monkey: masc nom /voc /acc dual (doric)κά̱πω, κῆποςnisnas monkey: masc gen sg (doric aeolic)——————κάποςbreath: masc dat sgκά̱πῳ, κᾶποςmasc dat sgκά̱πῳ, κῆποςnisnas monkey: masc dat sg (doric) -
8 κάποις
κάποςbreath: masc dat plκά̱ποις, κᾶποςmasc dat plκά̱ποις, κῆποςnisnas monkey: masc dat pl (doric) -
9 κάπου
κάποςbreath: masc gen sgκά̱που, κᾶποςmasc gen sgκά̱που, κῆποςnisnas monkey: masc gen sg (doric) -
10 κάπους
κάποςbreath: masc acc plκά̱πους, κᾶποςmasc acc plκά̱πους, κῆποςnisnas monkey: masc acc pl (doric) -
11 κάπων
κάποςbreath: masc gen plκάπωνcapon: masc nom /voc sgκά̱πων, κᾶποςmasc gen plκά̱πων, κῆποςnisnas monkey: masc gen pl (doric) -
12 κῆπος
A garden, orchard, or plantation, Od.7.129, 24.247, 338;πολυδένδρεος 4.737
; of any rich, highly cultivated region, as Ἀφροδίτας κᾶπος, i.e. Cyrene, Pi. P.5.24; Διὸς κ., i.e. Libya, ib.9.53 (but Διὸς κῆποι, also of heaven, S. Fr. 320 (lyr.); Φοίβου παλαιὸς κ., of the eastern sky, ib. 956, cf.Pl.Smp. 203b; cf.Ὠκεανοῦ κ. Ar.Nu. 271
);κ. Εὐβοίας S.Fr.24
; οἱ Μίδεω κῆποι, in Macedonia, Hdt.8.138; of the country round Panormus, Call. Hist.2; the enclosure for the Olympic games, Pi.O.3.24; οἱ ἀπὸ τῶν κ. the scholars of Epicurus, because he taught in a garden, S.E.M. 9.64, cf. D.L.10.10; οἱ Ἀδώνιδος κ., v. Ἀδωνις; οἱ Ταντάλου κ., prov. of illusory pleasures, Philostr.VS1.20.1: metaph., Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, i.e. poetic art, Pi.O.9.27; ;τοὺς ἐν τοῖς γράμμασι κ. σπείρειν Id.Phdr. 276d
.IV v.l. for κῆβος (q.v.). -
13 κῆπος 1
κῆπος 1.Grammatical information: m.Meaning: `garden, orchard, plantation' (Il.), `unworked piece of land' (Cypr.; cf. Kretschmer Glotta 3, 303 with R. Meister).Other forms: Dor. κᾶποςCompounds: Often as 1. member, e. g. κηπουρός \< *κηπο-Ϝορός (Att., hell.), also κηπ-ωρός (Archipp.; prob. after θυρωρός, s. on θύρα) `gardener'; κηπο-λάχανον `garden of vergetables' (pap.; type ἱππο-πόταμος, s. on ἵππος; cf. Strömberg Wortstudien 7), also κηπο-λαχαν-ία `id.' (pap.); κηπ-εργός `gardener' (Korykos; after ἔργον for - ουργός [Poll.]). Also as 2. member, e. g. περί-κηπος m. `garden around the house' (ptol. pap., D. S.; prob. after περί-χωρος); ἀγρό-κηπος (Att. inscr., Rom. Emp.), ἀγρο-κήπιον (Str.) `field worked as garden'.Derivatives: Diminutiva κηπίον (Halic. Va, Th. etc.), - πίδιον (Plu., D. L.), - πάδιον (pap.); κηπαῖος `of the garden' (Arist.; Chantraine Formation 48), κηπεύς, Dor. καπεύς `gardener' (Philyll. Com. 14, AP; Bosshardt Die Nom. auf - ευς 49), κηπίδες Νύμφαι `garden-Nymphs' (Aristainet.). Denomin. verb κηπεύω `work in the garden, cultivate' (E., Eub., Arist.) with κηπεῖαι f. pl. `gardens' (Pl. Lg. 845d), κηπεύματα pl. `garden-products, -fruits' (Ar. Av. 1100), κηπευτής = κηπεύς (Gloss.), κηπεύσιμος `grown up in a garden' (Alex. Trall.; aftr φυτεύσιμος, Arbenz Die Adj. auf - ιμος 86).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur. substr.Etymology: But for the ending κῆπος, κᾶπος can be identical with a westgerm. word of comparable meaning, OHG huoba, OS hōba, NHG Hufe, Hube f. `piece of land of a certain size', Dutch hoeve `farm', IE. *kāpā́; here also Alb. kopshtë `garden' (with shtë-suffix), which has a velar in anlaut. On further connections, some uncertain or wrong ( κάπετος, Lat. capiō, OHG habaro `oats') s. Bq, Pok. 529. Beekes ?? Does it point to a European substratum?Page in Frisk: 1,842Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῆπος 1
-
14 κάποι
-
15 κᾶποι
-
16 κάπον
-
17 κᾶπον
-
18 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
19 γυμνός
a of things, bare τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου i. e. without cover of trees O. 3.24 c. gen.,κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52
b stripped, without armourΠυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες P. 11.49
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
-
20 δοκέω
δοκέω (δοκεῖ; δοκέοντα: fut. or ?aor. subj. δόξομεν, fut. [δοκ]ήσεις: aor. ἔδοξε(ν) ἔδοξ(ε), ἔδοξαν; ἐδόκησεν, -αν: pf. pass. δεδόκηται as act.)1 pers.,a seem, be considered, be held c. inf. ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος (sc. οἱ Κορίνθιοι) O. 13.56 “ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ (sc. Ἑκάβα) Πα. 8A. 19. c. dat. & inf.,ἔδοξεν αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.72
ἐδόκησέν τε ( Ἀντίλοχος)τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.40
c. inf. & pred. adj.πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς P. 8.74
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (byz.: δόξωμεν codd.) N. 4.37b expect ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα, πέσε δ ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα. ( δοκέοντι coni. Fennel: the Σ also explain ἔνδοξον. cf. Gerber, A. J. Ph. 1963, 182f.) N. 7.31c frag. δοκ]ήσεις οὐ πὰρ σκόπον (eΣ supp. Lobel) fr.6a.g.2 impers., c. inf., it is held good i. e. one decidesεἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
c. dat. & inf.ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κᾶπος — masc nom sg κῆπος nisnas monkey masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπος — breath masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπος — (I) κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α) πνοή, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ (πρβλ. καπ νός)]. (II) κᾱπος, ὁ (Α) δωρ. τ. τού κήπος. (III) ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες τής τάξης οι οποίοι… … Dictionary of Greek
κάπος — ο (λ. ιταλ.), αρχηγός: Κάνει τον κάπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπω — κάπος breath masc nom/voc/acc dual κάπος breath masc gen sg (doric aeolic) κά̱πω , κᾶπος masc nom/voc/acc dual κά̱πω , κᾶπος masc gen sg (doric aeolic) κά̱πω , κῆπος nisnas monkey masc nom/voc/acc dual (doric) κά̱πω , κῆπος nisnas monkey masc gen … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάποις — κάπος breath masc dat pl κά̱ποις , κᾶπος masc dat pl κά̱ποις , κῆπος nisnas monkey masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπου — κάπος breath masc gen sg κά̱που , κᾶπος masc gen sg κά̱που , κῆπος nisnas monkey masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπους — κάπος breath masc acc pl κά̱πους , κᾶπος masc acc pl κά̱πους , κῆπος nisnas monkey masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπων — κάπος breath masc gen pl κάπων capon masc nom/voc sg κά̱πων , κᾶπος masc gen pl κά̱πων , κῆπος nisnas monkey masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπῳ — κάπος breath masc dat sg κά̱πῳ , κᾶπος masc dat sg κά̱πῳ , κῆπος nisnas monkey masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾶποι — κᾶπος masc nom/voc pl κῆπος nisnas monkey masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)