-
21 κατὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατὰ
-
22 κατά
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατά
-
23 κἆτα
Βλ. λ. κάτα -
24 κᾆτα
Βλ. λ. κάτα -
25 κάτα
κάτοςfollowing: neut nom /voc /acc plκατάdownwards.indeclform (prep) -
26 κατά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατά
-
27 κατά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατά
-
28 κατά-
(καθ-) приставка, означ.:1) движение вниз: καταρρίπτω; 2) противодействие или враждебность: καταφυσώ, καταπολεμώ; 3) усиление: καταγάλανος, καταθλίβω -
29 κατά
1. (сверху) вниз, на, с, против; 2. по, через, в, на.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατά
-
30 κατά
с род. и вин. п. -
31 κατά
[ката] κρόθ. против. -
32 κατά
againstΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατά
-
33 κατά-κρηθεν
κατά-κρηθεν, auch κατα-κρῆϑεν betont, bei Hom. richtiger κατὰ κρῆϑεν geschrieben; Τρῶας δὲ κατὰ κρῆϑεν λάβε πένϑος Il. 16, 548, vom Kopf her, von oben herab; δένδρεα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆϑεν χέε καρπόν Od. 11, 588; κατάκρηϑεν κεκαλυμμένη H. h. Cer. 182; κατάκρηϑεν δὲ καλύπτρην δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεϑε Hes. Th. 754. Vgl. ἀπὸ κρῆϑεν, Hes. Sc. 7. In der Stelle der Il. heißt es »Trauer ergriff die Troer ganz u. gar«, wie auch wir sagen »vom Kopf bis zu den Füßen«. Vgl. auch κατάκρας, mit dem es zusammenhangen könnte, wenn ἄκρηϑεν vorkäme. S. Lob. Phryn. 48.
-
34 κατα-καλύπτω
κατα-καλύπτω, ganz bedecken, verhüllen; in tmesi Hom., Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν Il. 17, 594, vgl. 1, 460, wie κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε 16, 325; εἴϑ' ὄφελεν κἀμὲ ϑανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι Aesch. Pers. 881; μέλας γὰρ ὄσσε κατεκάλυψε ϑάνατος Eur. Troad. 1314; κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη Plat. Hen. 76 b; Xen. Hell. 1, 4, 12. – Med., Her. 6, 67; sich verbergen, Ggstz ἀναφαίνομαι, Plat. Tim. 40 c, vgl. Epist. VII, 340 a.
-
35 κατα-καίω
κατα-καίω (s. καίω), att. - κάω, wie Isocr. 4, 155, verbrennen; den Leichnam, ἀλλ' ἄρα μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι Il. 6, 418, ἀλλά με κακκῆαι Od. 11, 74; so auch κατακῆαι, 10, 533. 11, 46 Bekker, Wolf κατακεῖαι, wie Il. 7, 408 κατακειέμεν, Bekker κατακαιέμεν; κατακήομεν αὐτούς, conj. aor., Il. 7, 333; oft in tmesi, wie κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα u. κατὰ μῆρ' ἐκάη, 1, 40 Od. 3, 461; κατὰ πῦρ ἐκάη, das Feuer war niedergebrannt, Il. 9, 212; τῇ λαμπάδι ὑμᾶς κατακαύσω Ar. Lys. 1218; κατακαίουσι τοὺς μάντιας Her. 4, 69; ἡ οἰκίη κατεκάη 4, 79; κατακαυϑέντων ἱρῶν 6, 101; Thuc. 2, 4; κατακεκαύκασιν Xen. Hell. 6, 5, 37; κατεκέκαυτο 50; ἕως ἂν κατακαυϑῇ Plat. Phaed. 86 c; κατακαυϑήσομαι Ar. Nubb. 1505; κατακέκαυμαι Andoc. 1, 108; κατακαήσεται I. Cor. 3, 15.
-
36 κατα-δύω
κατα-δύω (s. δύω), 1) praes., impf., fut. u. aor. I. in trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; τοὺς γαυλοὺς καταδύσας Her. 6, 17; τὴν νῆα 8, 87; ναῦς Ar. Ran. 49; Thuc. 1, 54 u. öfter; Pol. 1, 25, 4; εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ ϑαλάττῃ, καταδύσω, Xen. An. 7, 2, 13; ein Schiff leck machen, daß es sinkt, Thuc. 1, 50; Xen. Hell. 1, 6, 35. 7, 32; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνϑρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer, Cyr. 6, 1, 38, vgl. 2 c; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen, Callim. 47 (VII, 80), wie Aristaen. 1, 24 καταδύσειν μοι δοκῶ τὸν ἥλιον ἐπὶ μήκει τοῦ λόγου. – 2) Häufiger im aor. II. u. perf. mit intrans. Bdtg, wozu als Präsens καταδύομαι u. καταδύνω gehört, bei Hom. auch καταδύσεο, καταδύσετο, untergehen, untertauchen, versinken; – a) von der Sonne, aor. II., Il. 1, 475 u. öfter; ἀσπασίως δ' ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο Od. 13, 53; ἅμα ἠελίῳ καταδύντι Il. 1, 592; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne, Od. 10, 183; H. h. Merc. 197 ἥλιος καταδυόμενος. Aehnlich καταδεδυκέναι τὴν νῆσον κατὰ ϑαλάττης Her. 2, 174; ἡ ναῦς κατεδύετο 8, 90; πλοῖα καταδυόμενα Plat. Polit. 302 a; ναῦς κατέδυσαν Pol. 1, 61, 6, öfter. – b) sich unter Etwas, in Etwas hineinbegeben, hineindringen, - schleichen; κατα δῠναι ὅμιλον Il. 10, 231 Od. 15, 327 u. öfter, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν Il. 3, 241; κατεδύσατο (Bekker κατεδύσετοπουλὺν ὅμιλον 10, 517, καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel, 18, 134. Aehnl. ἀνδρῶν δυςμενέων κατέδυ πόλιν Od. 4, 246, er begab sich heimlich hinein; καταδῦσα Διὸς δόμον Il. 8, 375; μυῖαι καταδῦσαι κατὰ ὠτειλάς 19, 25; καταδυσόμεϑ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen, Od. 10, 174; καταδύνων εἰς ὕλην Her. 9, 37; übertr., καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυϑμὸς καὶ ἁρμονία Plat. Rep. III, 401 d, er dringt ein, wie καταδύεσϑαι εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας τὴν ἀναρχίαν VIII, 562 e. Auch Sp., καταδύσης αἰχμῆς εἰς βάϑος Plut. Rom. 20. – c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Schaam; καταδύομαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης Xen. Cyr. 6, 1, 35; οὐκ ἂν ἐπὶ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτόν Dem. 21, 199, vgl. παρακάϑηται, οὐ καταδύεται τοῖς πεπραγμένοις Dem. 24, 182; ähnlich καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ τὰ πολλὰ ὡς γυνὴ ζῇ Plat. Rep. IX, 579 b; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt, Soph. 239 c; καταδύνοντες ἐν τοῖς τέλμασι Pol. 5, 47, 2; καταδύονται εἰς φάραγγας Xen. Cyn. 5, 16; Sp., ἐν μυχῷ τοῦ συμποσίου ὑπ' αἰδοῦς καταδεδυκώς Luc. de merc. cond. 27. – d) sich anziehen, anlegen; κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il. 6, 504; καταδύς Od. 12, 228; κατεδύσετο (so Bekk., Wolf κατεδύσατο) Il. 7, 103; σπάργαν' ἔσω κατέδυνε ϑυήεντα H. h. Merc. 237; καταδῦναι ἃ καὶ πάρος εἵματα ἕστο Mosch. 4, 102.
-
37 κατα-πετάννῡμι
κατα-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνϑρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.
-
38 κατα-σπένδω
κατα-σπένδω, spenden, als Trankopfer ausgießen; χοὰς κατασπείσουσα Eur. Or. 1187; κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀμβροσίαν κατὰ σοῦ, über deinen Kopf her, Ar. Eq. 1094; durch Besprengungen mit Weihwasser zum Opfer weihen, ἄνϑρωπον κατασπείσαντες τύπτουσι μαχαίρᾳ D. Sic. 5, 31; vgl. Strab. IV, 197; πρόβατα κατεσπεισμένα, zum Opfer geweihte Schaafe, Plut. Alex, 50; absol., κατασπεῖσαι τοῖς ϑεοῖς Pol. 3, 11, 6; – τινά τινι, Einen mit Opfergaben beschenken, ehren, δακρύοις κατασπένδω σε Eur. Or. 1239; – sich Einem auf Leben u. Tod weihen, Plut. Sert. 14; vgl. κατάσπεισις u. Strab. III, 165; übh. weihen, τρισσοῖς ϑεοῖς κατεσπείσϑη πᾶς ὁ τεὸς βίοτος Antp. Sid. 73 (VII, 27).
-
39 κατα-στήσσω
κατα-στήσσω (s. πτήσσω), p. aor. II. κατα-πτήτην Il. 8, 136, καταπτακών s. oben; perf. κατέπτηχα, Dem. 4, 8 u. Plut. Caes. 6; κατέπτηκα, Them. or. 24, 309 b; καταπεπτηχέναι u. καταπεπτηχώς Poll. 3, 136 sind von Bekker in κατεπτ. geändett; poet. partic. sync. καταπεπτηυῖα, Hes. Sc. 265; καταπεπτηῶτας, Man. 2, 168; – sich niederducken vor Furcht; τὼ δὲ δείσαντε καταπτή. την ὑπ' ὄχεσφι Il. δ, 136; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od. δ, 190; sich verbergen, verkriechen, εἴπερ κε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ Il. 22, 191; sp. D., στεινῇσι καταπτήξας ἐν άγυιαῖς Opp. Hal. 2, 410. Einzeln auch in Prosa, κατέπτηχε ταῦτα πάντα οὐκ ἔχοντα ἀποστροφήν Dem. 4, 8, von Furcht erfüllt u. schmiegen sich; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plut. Aemil. Paull. 27; ὡς δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχό. σιν D. Hal. 7, 50. Auch = anstaunen, τὸ μέγεϑος καταπτῆξαι Plut. Sull. 7.
-
40 κατα-λαλέω
κατα-λαλέω, ausschwatzen, ausplaudern, τοῖς ϑύραζε ταῦτα Ar. Ran. 752; – gegen Einen sprechen, ihn beschuldigen, verläumden, τινὰ πρὸς πάντας ὡς ἀγεννῶς χρώμενον τοῖς πράγμασι Pol. 3, 90, 6. – Pass., Pol. 27, 12, 2; τοῦ Παυσανίου τῆς βαρύτητος D. Sic. 11, 44; LXX anklagen, auch κατά τινος u. κατά τινα. – Durch Geschwätz Einem lästig fallen, B. A. 46, 12.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)