-
1 καρηβαρια
ἥ1) увесистость головки, т.е. тяжеловесный набалдашник(βάκτρου Anth.)
2) ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.
См. также в других словарях:
καρηβαρία — καρηβαρίᾱ , καρηβαρία fem nom/voc/acc dual καρηβαρίᾱ , καρηβαρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
καρηβαρίᾳ — καρηβαρίᾱͅ , καρηβαρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαρίας — καρηβαρίᾱς , καρηβαρία fem acc pl καρηβαρίᾱς , καρηβαρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαρίαι — καρηβαρίᾱͅ , καρηβαρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαρίαν — καρηβαρίᾱν , καρηβαρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαριᾶν — καρηβαρία fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαριῶν — καρηβαρία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαρίαις — καρηβαρία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαρίη — καρηβαρία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρηβαρίην — καρηβαρία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)