Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καρηβαρία

См. также в других словарях:

  • καρηβαρία — καρηβαρίᾱ , καρηβαρία fem nom/voc/acc dual καρηβαρίᾱ , καρηβαρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρία — και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) [καρηβαρώ] 1. πόνος τού κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος 2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» βάρος τής κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • καρηβαρίᾳ — καρηβαρίᾱͅ , καρηβαρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρίας — καρηβαρίᾱς , καρηβαρία fem acc pl καρηβαρίᾱς , καρηβαρία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρίαι — καρηβαρίᾱͅ , καρηβαρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρίαν — καρηβαρίᾱν , καρηβαρία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαριᾶν — καρηβαρία fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαριῶν — καρηβαρία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρίαις — καρηβαρία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρίη — καρηβαρία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρηβαρίην — καρηβαρία fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»