-
1 κακοτης
- ητος ἥ1) страдание, болезньαἱ ἐντὸς κακότητες Plat. — внутренние недуги
2) малодушие, трусость(κ. καὴ δειλία Thuc.)
3) испорченность, безнравственность, порочность(κ. κακία καὴ μοχθηρία ψυχῆς, sc. ἐστιν Plut.)
τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Hom. — покарать Александра (Париса) за (его) распущенность4) злой умысел, коварствоοὐδεμίῃ κακότητι λειφθῆναι τῇ ναυμαχίῃ Her. — не участвовать в морском сражении отнюдь не по злому умыслу
5) беда, несчастьеκαὴ τί μέτρον κακότητος ἔφυ ; Soph. — где же предел (моему) горю? -
2 αθροος
стяж. ἄθρους, атт. тж. ἁθρόος, стяж. ἅθρους 31) собранный вместе, совокупный, совместный, всеобщийἀθρόοι ἴομεν Hom. — пойдем все вместе;
οὐκ ἀθρόοι, ἀλλ΄ ἄλλοι ἄλλοθεν Xen. — не сомкнутым строем, а кто куда;οἱ ἀθρούστατοι (πολέμιοι) Plut. — самая гуща неприятельских войск;ἀθρόα πάντα Hom. — все вместе (сразу);ἀθρόα πόλις Thuc. — весь город в целом;κῶμαι ἀθρόαι Xen. — селения, расположенные кучно (на близком друг к другу расстоянии);ἀθρόους τινὰς κρίνειν Plat. — судить кого-л. вместе (огулом);ἀθρόῳ στόματι Eur. — единогласно;οὐ μανθάνειν ἀθρόον λεγόμενον Plat. — не понимать общего смысла;ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν Pind. — в течение трех ночей подряд;ὕλη καύσιμος ἀθρόα Plat. — весь запас древесного топлива;λῖς ἀ. ἆλτο Theocr. — лев вскочил одним прыжком;κατήριπε ἐς ὕδωρ ἀ. Theocr. — он мгновенно погрузился в воду2) непрерывный, сплошной, обильный(κακότης Pind.; δάκρυ Eur.; πνεῦμα Arst.)
ἀ. καὴ πολὺς λόγος Plat. — пространная и непрерывная речь
См. также в других словарях:
κακότης — badness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτήτων — κακότης badness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότησι — κακότης badness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότησιν — κακότης badness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητα — κακότης badness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητας — κακότης badness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητες — κακότης badness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητι — κακότης badness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητος — κακότης badness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότατ' — κακότᾱτα , κακότης badness fem acc sg κακότᾱτι , κακότης badness fem dat sg κακότᾱτε , κακότης badness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότηθ' — κακότητα , κακότης badness fem acc sg κακότητι , κακότης badness fem dat sg κακότητε , κακότης badness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)