-
1 κακό-νοος
-
2 κακόνοος
A ill-disposed, disaffected, opp. εὔνους, Antipho Soph.109, Ar. Pax 496 (lyr.), 671;εὐνοεῖν τοῖς κακόνοις X.Cyr.8.2.1
; τινι Id.An.2.5.16;τῇ πόλει Th.6.24
;τῷ πλήθει Lys.25.7
; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι, oligarchical oath in Arist.Pol. 1310a9;εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα Lys.20.20
: [comp] Sup.κακονούστατος Id.7.28
, D.23.6. Adv. κακονόως Sch.E.Or. 108;κακόνως Poll.5.115
: [comp] Sup. - νούστατα ib. 116.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόνοος
-
3 κακόνοος
κακό-νοος, übelgesinnt, übelwollend, feindselig -
4 κακονοος
стяж. κακόνους 2(атт. pl. κακόνοι) недоброжелательный, враждебно настроенный, враждебный(τῇ πόλει Thuc.; τῷ πλήθει Lys.; τῷ δήμῳ Arst.)
εὐνοεῖν τοῖς κακόνοις Xen. — доброжелательно относиться к своим недоброжелателям
См. также в других словарях:
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ορθόνους — ὀρθόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ορθή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + νους / νοος (< νόος / νους), πρβλ. κακό νους] … Dictionary of Greek
νοοσύνθετος — νοοσύνθετος, ον (Α) αυτός που έχει συντεθεί από τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σύνθετος (πρβλ. κακο σύνθετος, λεπτο σύνθετος)] … Dictionary of Greek
οξύνους — ου ν (ΑΜ ὀξύνους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει οξύ νου, οξεία αντίληψη, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοῦς / νόος (πρβλ. κακό νους)] … Dictionary of Greek
χοιρόνους — ουν, και οος, οον, Μ αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό νους, ὀξύ νους] … Dictionary of Greek