Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κᾰκό-νοος

См. также в других словарях:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ορθόνους — ὀρθόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ορθή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + νους / νοος (< νόος / νους), πρβλ. κακό νους] …   Dictionary of Greek

  • νοοσύνθετος — νοοσύνθετος, ον (Α) αυτός που έχει συντεθεί από τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σύνθετος (πρβλ. κακο σύνθετος, λεπτο σύνθετος)] …   Dictionary of Greek

  • οξύνους — ου ν (ΑΜ ὀξύνους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει οξύ νου, οξεία αντίληψη, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοῦς / νόος (πρβλ. κακό νους)] …   Dictionary of Greek

  • χοιρόνους — ουν, και οος, οον, Μ αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό νους, ὀξύ νους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»