Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κακονόως

См. также в других словарях:

  • κακονόως — κακόνοος ill disposed adverbial κακόνοος ill disposed masc/fem acc pl (doric) κακόνους ill disposed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόνους — oυν (AM κακόνους, ουν και οος, οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι) αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.). επίρρ... κακονόως και κακόνως (Α) με δυσμένεια, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»