-
1 κακογείτων
2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph. 692 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακογείτων
См. также в других словарях:
πλησιογείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει άμεσα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + γείτων (πρβλ. κακο γείτων)] … Dictionary of Greek
φιλογείτων — ον, Α ο φιλικός προς τους γείτονές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γείτων «γείτονας» (πρβλ. κακο γείτων)] … Dictionary of Greek