Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κακοποιοί

См. также в других словарях:

  • κακοποιοί — κακοποιός doing ill masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ХАЛДЕИ —    • Chaldaei,          Χαλδαι̃οι, собственно были жители Вавилонской страны между Евфратом и Тигром, по всей вероятности вышедшие из горных стран Армении. Хеn. Суr. 3, 1, 24. Strab. 12. р. 549. От них названа была X. каста жрецов в Вавилоне.… …   Реальный словарь классических древностей

  • κακόμητις — κακόμητις, ήτιος, ὁ (Α) 1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος 2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες οι κακοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό μητις, μεγαλό μητις] …   Dictionary of Greek

  • κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

  • νάιτ κλαμπ — (αγγλ. night club). Νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεων, οι θαμώνες του οποίου χορεύουν και παρακολουθούν ελαφρά θεάματα ποικιλιών. To ν.κ. αμερικανικό, αντίστοιχο των γαλλικών cafe chantant, cabaret και tabarin πρωτοεμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες …   Dictionary of Greek

  • γαζώνω — γάζωσα, γαζώθηκα, γαζωμένος 1. ράβω στη ραπτομηχανή: Γάζωσα πολλά ρούχα από το πρωί. 2. μτφ., χτυπώ με πολυβόλο: Οι κακοποιοί γάζωσαν το φύλακα του εργοστασίου. 3. μτφ., πειράζω, κοροϊδεύω κάποιον χωρίς να το αντιλαμβάνεται: Οι συμμαθητές του τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβόητος — η, ο αυτός που είναι γνωστός σε όλους για λόγο άσχημο ή κακό: Στα ολιγαρχικά καθεστώτα οι αντιφρονούντες προβάλλονται ως διαβόητοι κακοποιοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προδιαγράφω — προδιέγραψα, προδιαγράφτηκα, προδιαγραμμένος, κάνω λεπτομερειακό σχέδιο έργου ή ενέργειας: Οι κακοποιοί κινήθηκαν με προδιαγραμμένο σχέδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»