-
1 καθηκοντως
adv. как следует, надлежащим образом(κ. καὴ δικαίως Polyb.; ἀλλήλους ὁμιλεῖν Plut.)
См. также в других словарях:
καθηκόντως — (Α) επίρρ. αρμοδίως, καταλλήλως, όπως πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καθ ήκων τού ρ. καθ ήκω] … Dictionary of Greek