-
1 κωμη
ἥ [κεῖμαι]1) деревня, селение(οἰκία καὴ κ. καὴ πόλις Plat.)
2) поселок, местечко3) городской район, участок, квартал(διαιρεῖν τέν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τέν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.)
-
2 κώμη
ἡ κώμη селение, деревня -
3 κώμη
{сущ., 28}селение, деревня, поселок.Ссылки: Мф. 9:35; 10:11; 14:15; 21:2; Мк. 6:6, 36, 56; 8:23, 26, 27; 11:2; Лк. 5:17; 8:1; 9:6, 12, 52, 56; 10:38; 13:22; 17:12; 19:30; 24:13, 28; Ин. 7:42; 11:1, 30; Деян. 8:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κώμη
-
4 κώμη
{сущ., 28}селение, деревня, поселок.Ссылки: Мф. 9:35; 10:11; 14:15; 21:2; Мк. 6:6, 36, 56; 8:23, 26, 27; 11:2; Лк. 5:17; 8:1; 9:6, 12, 52, 56; 10:38; 13:22; 17:12; 19:30; 24:13, 28; Ин. 7:42; 11:1, 30; Деян. 8:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κώμη
-
5 κώμη
η посёлок -
6 κώμη
селение, деревня, поселок.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κώμη
-
7 κώμη
-
8 εγκωμιος
I2[κῶμος] хвалебный(ὕμνος Pind.)
στεφάνων ἐ. τεθμός Pind. — обычай прославления венкамиII2[κώμη] относящийся к тому же селению, местныйεἰ γάρ τοι καὴ χρῆμ΄ ἐγκώμιον ἄλλο γένοιτο Hes. — если что-л. приключится у тебя дома
-
9 κατεναντα
κατέναντα, κατέναντῐ -
10 κατεναντι...
κατέναντι...κατέναντα, κατέναντῐ -
11 κωμηδον
-
12 ναιω
I(aor. ἔνασσα; pass.: aor. ἐνάσθην, pf. νένασμαι; эп. inf. ναιέμεν)1) жить, проживать, обитать(κατὰ πτόλιν, ἐν πόλει, περὴ ὄρος, παρὰ ποταμόν, Φρυγίῃ Hom.; πρὸς Ἡλίου πηγαῖς Aesch.; ἐπὴ ξένῳ χθονί Eur.)
2) населять(Τροίην Hom.; πόλιν Pind.)
3) поселять, селить(ἐν Ἄργει τινά Pind.)
; med.-pass. селиться(πατέρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη Hom.; νάσσατο ἄγχ΄ Ἑλικῶνος ἐνί κώμῃ Hes.)
4) быть расположенным, находиться(αἵ ναίουσι πέρην ἁλός, sc. νῆσοι Hom.; ὁδὸς ἐγγύθι ναίει Hes.): (θεοὴ)
, ὅσοιπερ πρόπυλα ναίουσιν τάδε Soph. изображения богов, которые находятся в этих пропилеях; ἥ σοὴ δ΄ ὁμοῦ ναίουσα (ὀργή) Soph. обуревающая тебя злоба5) воздвигать, строитьIIэп. = νάω См. ναω -
13 οιζυρος
-
14 2968
{сущ., 28}селение, деревня, поселок.Ссылки: Мф. 9:35; 10:11; 14:15; 21:2; Мк. 6:6, 36, 56; 8:23, 26, 27; 11:2; Лк. 5:17; 8:1; 9:6, 12, 52, 56; 10:38; 13:22; 17:12; 19:30; 24:13, 28; Ин. 7:42; 11:1, 30; Деян. 8:25.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2968
См. также в других словарях:
κώμη — unwalled village fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμῃ — κώμη unwalled village fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
κώμη — η συνοικισμός μεγαλύτερος του χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Κώμη — Sp Ãno Kòmė Ap Άνω Κώμη/Ano Komi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Κώμη — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 1.533 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στη λεκάνη του Αλιάκμονα και στα ΝΑ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας … Dictionary of Greek
Καλή Κώμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 200 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 95 χλμ. Δ της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας … Dictionary of Greek
Κάτω Κώμη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 348 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 13 χλμ. Ν της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας … Dictionary of Greek
Νέα Κώμη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας … Dictionary of Greek
Πανός κώμη — Παράλια αρχαία πόλη στην Ερυθρά. Λεγόταν και Πανών. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Πανώ, Πανοκώμη και Πάνωπτον. Το όνομά της δεν έχει σχέση με τον Πάνα. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική της ονομασία της λέξης Μπάνα, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες… … Dictionary of Greek
κώμηι — κώμῃ , κώμη unwalled village fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)